Ειδικά για την ανάγνωση της λογοτεχνίας, το ζήτημα είναι πιο σύνθετο απ' ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ενώ δηλαδή θεωρείται ότι ειδικά για την κατανόηση λογοτεχνικού κειμένου χρειάζεται ανεπτυγμένο γλωσσικό επίπεδο, όλοι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας ότι για να απολαύσεις ένα λογοτεχνικό κείμενο, δεν είναι απαραίτητο να κατανοείς όλους τους λεκτικούς τρόπους, τις ιδιωματικές λέξεις που πιθανόν αυτό μεταχειρίζεται.
Τα παραδείγματα είναι πολλά:
Οι ήρωες των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου μιλούν το ιδίωμα της πατρίδας του, της Πόβλας Θεσπρωτίας.
Οι ήρωες ενός παλαιότερου πεζογράφου, του Αλέξανδρου Κοτζιά, άνθρωποι του πιο ακραίου περιθωρίου, χρησιμοποιούσαν μια βαριά αργκό.
Μπορεί στην αρχή να μας ξενίζει η διαφορετική γλώσσα, αλλά σε καμιά
περίπτωση δε μας εμποδίζει να βγάλουμε νόημα από το κείμενο και να
ευχαριστηθούμε την ανάγνωση. Η γλώσσα της λογοτεχνίας είναι
εξ υπαρχής η γλώσσα της ετερότητας. Δεν υπάρχει γλωσσική
νόρμα στη λογοτεχνία, γι' αυτό και σήμερα έχει γίνει πλέον κατανοητό
ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να χρησιμεύσει στο σχολείο ως γλωσσικό
πρότυπο. Αυτό που προσφέρει η λογοτεχνία είναι μια ατελείωτη γλωσσική
ποικιλία σε ιδιώματα και σε διαφορετικές χρήσεις οικείων και καθημερινών
λεκτικών τρόπων.
Εκείνο το οποίο χρειάζεται, επομένως, δεν είναι μια ιδεατή και, ακατόρθωτη εν τέλει, γλωσσική επάρκεια, αλλά η διάθεση και το κίνητρο να ακούσεις σε κάθε κείμενο μια γλώσσα διαφορετική. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η ανάγνωση της λογοτεχνίας δοκιμάζει την ανοχή μας απέναντι στον Άλλο και, επομένως, η λογοτεχνική παιδεία δεν είναι παρά η εκπαίδευση στην ετερότητα.
|