Οι δίγλωσσοι μαθητές καλούνται να γίνουν αναγνώστες στη δεύτερη γλώσσα τους χωρίς, τις περισσότερες φορές, να έχουν ήδη αποκτήσει αναγνωστικές συνήθειες στη μητρική τους γλώσσα.
Είναι προφανές πως ένας ώριμος στη μητρική του γλώσσα αναγνώστης έχει να ξεπεράσει μόνο γλωσσικές δυσκολίες στην ανάγνωση στη δεύτερη γλώσσα. Για όσους όμως, είτε λόγω της μικρής τους ηλικίας είτε λόγω της έλλειψης συστηματικής διδασκαλίας στη μητρική γλώσσα, δεν έχουν προλάβει να αποκτήσουν αναγνωστικές συνήθειες στην πρώτη γλώσσα, γι' αυτούς η ανάγνωση είναι στην ουσία η μετάβαση σε έναν άλλο πολιτισμό, τον πολιτισμό της δεύτερης γλώσσας, που συνήθως τυχαίνει να είναι η γλώσσα του σχολείου.
Στην περίπτωση αυτή, η επιθυμία για ανάγνωση είναι επιθυμία να γνωρίσουν και να συμμετάσχουν σε έναν άλλο πολιτισμό, που δεν είναι ο δικός τους.
Είναι ευνόητο πως σε τέτοιες περιπτώσεις η επιθυμία για ανάγνωση μπορεί να ενισχυθεί ή να ανακοπεί από τη σχέση που έχουν αναπτύξει οι μαθητές με τον άλλο πολιτισμό, αν δηλαδή έχουν αισθήματα έλξης ή απώθησης γι' αυτόν. Το σχολείο και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η ανάγνωση μέσα σε αυτό αποτελεί, στα μάτια των δίγλωσσων μαθητών, το σύμβολο και την ενσάρκωση ενός άλλου πολιτισμού.
Επομένως, όσο κι αν οι μαθητές επηρεάζονται από τα οικογενειακά πρότυπα στην αναγνωστική τους συμπεριφορά, το σχολείο είναι ο χώρος όπου «παίζεται» το παιγνίδι της ανάγνωσης. Αν τα μηνύματα που θα δώσει το σχολείο για την ανάγνωση είναι ελκυστικά, αν δηλαδή η ανάγνωση φανεί ως ο δρόμος που θα εισαγάγει τα παιδιά σε έναν πολιτισμό όχι αυτάρκη, κλειστό, δυσκίνητο και αυτάρεσκο αλλά ανοικτό προς τους άλλους και με σεβασμό στο διαφορετικό, αν η ανάγνωση είναι το διαβατήριο για να συμμετάσχουν σε μια πολύχρωμη ομάδα στην οποία η ετερότητα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, τότε είναι πιθανό να θέλουν να διαβάσουν. |