Συνήθως, όπως φαίνεται και από την κατάληξη του διαλόγου
μεταξύ των δύο καθηγητών, η ανάγνωση αντιμετωπίζεται ως υπόθεση γλωσσικής
επάρκειας, ως άσκηση στη γλωσσική διδασκαλία και όχι ως ένα ευρύτερο
πολιτισμικό φαινόμενο που συμπεριλαμβάνει, αλλά και υπερβαίνει,
τη γλώσσα.
Τούτο φαίνεται και από τα μέσα που προτείνονται στους μαθητές για την
έκφραση της ανταπόκρισής τους στην ανάγνωση. Τα μέσα αυτά είναι
αποκλειστικά γλωσσικά. Μιλούν ή γράφουν τα νοήματά τους και τούτο
επίσης θεωρείται γλωσσική άσκηση. Το αποτέλεσμα είναι όσοι μαθητές δε
χειρίζονται καλά τη γλώσσα να υστερούν μονίμως στην έκφραση των νοημάτων
τους, γεγονός που δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, γιατί πληγώνει την αυτοπεποίθησή
τους, με αποτέλεσμα στην επόμενη ανάγνωση να ξεκινήσουν πάλι από μειονεκτική
θέση κ.ο.κ.
Αν όμως δώσουμε στα παιδιά ευκαιρίες να συμμετάσχουν στην αναγνωστική διαδικασία και στην εξαγωγή νοήματος χρησιμοποιώντας και μη γλωσσικά μέσα αντλημένα από άλλες τέχνες, όπως η ζωγραφική, η δραματοποίηση, η μουσική, η φωτογραφία, τότε υπάρχει η πιθανότητα να σπάσει ο φαύλος κύκλος και, μέσα από τη συμμετοχή, να αρχίσουν να εκφράζονται καλύτερα.
Και, αν εκφράζονται με μεγαλύτερη άνεση και χωρίς άγχος, θα καταλαβαίνουν και καλύτερα, καθόσον, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η έκφραση και η κατανόηση αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η γλωσσική ωφέλεια προκύπτει, ούτως ή άλλως, από ολόκληρη αυτή τη διαδικασία.
΄Έρευνες έχουν δείξει πως η προώθηση της εγγραμματοσύνης, πέρα από τα πρώτα στάδια της εκμάθησης της ανάγνωσης και της γραφής, μπορεί να προχωρήσει μόνον εάν τα παιδιά διαβάζουν μόνα τους μεγάλα κείμενα εκτός του σχολείου. Η ανάγνωση ενός μικρού κειμένου μέσα στα χρονικά και χωρικά όρια της τάξης δεν μπορεί να δημιουργήσει αναγνώστες. Σε συνδυασμό με όλα αυτά, η πιο απαραίτητη συνθήκη για την αναγνωστική πρόοδο των παιδιών είναι η ανθρώπινη επικοινωνία μέσα στην τάξη, η ατμόσφαιρα ανοχής της διαφορετικής γνώμης, η ενθάρρυνση της έκφρασης και η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των μαθητών, ο σεβασμός, τελικά, της ετερότητάς τους.
|