Τι είναι οι παραπάνω αναφορές;

Οι παραπάνω αναφορές θα μπορούσαν να είναι λίγο πολύ η ιστορία της σχέσης με τις άλλες γλώσσες οποιουδήποτε τριαντάρη σαραντάρη της νότιας Ελλάδας ή αυτού που μεγάλωσε στο Λεκανοπέδιο ― σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα και εκείνου που ένας παππούς ή ακόμη και ένας γονέας μιλά ή καταλαβαίνει μια τέτοια «παρακατιανή γλώσσα». Μια θολή εικόνα κρυμμένη στο πίσω μέρος του μυαλού: ο πατέρας που, ως διά μαγείας, συνεννοήθηκε στη Βουλγαρία, η μητέρα που μίλαγε με τον τούρκο συμφοιτητή στο Λονδίνο, η γιαγιά που φώναζε σε κάτι Ρουμάνους για κάτι που είπανε και μίλαγε με τα αδέλφια της μια παράξενη γλώσσα. «Στο στρατό είχαμε κάτι Τούρκους και κάτι Πομάκους.» «Αλήθεια, αυτά που μιλάνε οι γύφτοι είναι γλώσσα;»

Στα δεκαοχτώ μου βρέθηκα στην Αλεξανδρούπολη και στα είκοσι στην Κομοτηνή. Εκεί δεν είδα μόνο τη μειονότητα, αλλά ένα μαγικό κήπο για τον οποίο μιλούσαν ακόμη και οι νέοι: αυτός είναι Σαρακατσάνος, αυτός είναι Πόντιος ―ναι, αλλά όχι ακριβώς, είναι Καυκάσιος―, άλλο πράγμα οι Κουταχειαλήδες, άλλο οι Ανκαραλήδες, αυτός είναι Θρακιώτης, είναι Βούλγαρος σου λέω ―όχι μόνο Βουλγαροπρόσφυγας―, Καραμανλής ― δε μιλάνε όμως τούρκικα αυτοί οι Καραμανλήδες όπως οι άλλοι, «αυτοί που έχουν το μπουγατσατζίδικο απέναντι από τη νομαρχία, δε βλέπεις που πάνε εκεί όλοι οι Τούρκοι;», άλλο οι ντόπιοι απ' το Σώστη, αυτοί μίλαγαν τούρκικα. Τότε ήρθε «το ελληνικό», τότε είχαμε τους Βουλγάρους, «βουλγαρογράφτηκαν και δικοί μας», ο Φάις, ο γιατρός, δεν είναι ντόπιος Εβραίος, είναι από τη Δράμα. Τι περιοδικό παράξενο είναι αυτό, «Ισραηλίτικα Χρονικά», το γράφει και στα εβραϊκά. Απέναντι είναι και ο κουρέας από το Χεμπίλοβο, αλλά αυτός δεν είναι κιζιλμπάσης. Μήπως τελικά υπήρχε μια πραγματικότητα καταχωνιασμένη και δύσκολα ανιχνεύσιμη;