Ο κλονισμός της πρωτοκαθεδρίας

Η πρωτοκαθεδρία της ελληνικής γλώσσας στα Βαλκάνια, που οφειλόταν στο ότι πέρα από γλώσσα του Πατριαρχείου ήταν για αυτόν το λόγο και γλώσσα του rum millet, γλώσσα με κύρος και υψηλό γόητρο, γλώσσα των ελίτ, κλονίζεται. Παρ' όλες τις αντιθέσεις Πατριαρχείου και ελληνικού κράτους, η ορθοδοξία συνιστά το εργαλείο προσέγγισης πληθυσμών που μιλάνε άλλες γλώσσες σε «αλύτρωτα εδάφη». Αν και η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Άρτας το 1881, εκτός του τουρκόφωνου μουσουλμανικού πληθυσμού, δημιουργεί και μια σχετικά πολυάριθμη βλαχόφωνη κοινότητα, τομή συνιστά η ενσωμάτωση της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου. Εκτός από έναν ιδιαίτερα πολυπληθή μουσουλμανικό πληθυσμό που μιλά διαφορετικές γλώσσες, πολύ πιο κρίσιμη για την περαιτέρω κατάσταση αποδείχτηκε η είσοδος του μακεδονόφωνου/βουλγαρόφωνου ορθόδοξου πληθυσμού και η ήδη συγκροτημένη αντιπαλότητα δύο εθνικισμών, του ελληνικού και του βουλγαρικού.

Οι φοβίες που έρχονται από το παρελθόν, η «εξαιρετικά άκαμπτη εκδοχή γλωσσικού προτύπου-γλωσσικής ομοιογένειας» που χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του, η αναπαραγωγή ολόκληρων μηχανισμών εθνικοφροσύνης με στόχο τη δαιμονοποίηση της γλωσσικής διαφοράς αλλά και εξαιτίας αυτής της δαιμονοποίησης είναι οι σημαντικότεροι και αλληλοτροφοδοτούμενοι παράγοντες μιας πολιτικής εχθρικής μέχρι πρόσφατα ―όχι μόνο απέναντι στη γλωσσική ετερότητα αλλά, σε μερικές περιπτώσεις, απέναντι και στα υποκείμενα, τους ομιλητές, ιδιαίτερα όταν αυτοί προσανατολίζονται στη διάσωση των γλωσσών αυτών.