Τέσσερεις σκηνές

Σκηνή 1η    Σκηνή 2η    Σκηνή 3η    Σκηνή 4η


 
Στην Α' τάξη ενός δημοτικού σχολείου στο Χολαργό, ο δάσκαλος βλέπει ότι η μουσική ενδιαφέρει και κινητοποιεί τα παιδιά. Σκέφτεται λοιπόν να τη χρησιμοποιήσει με σκοπό να κάνει διαπολιτισμική εκπαίδευση. Τους μιλάει για την Αφρική. Εκεί οι άνθρωποι έχουν μαύρο δέρμα, ζούνε σε σπιτάκια φτιαγμένα από χόρτα και καλάμια, κυνηγάνε με ακόντια και για μουσική παίζουν τα τύμπανα. Έχει φέρει μάλιστα και μία κασέτα με αφρικάνικη μουσική την οποία βάζει στο κασετόφωνο. Τα παιδιά γελάνε. Τους ζητάει να χορέψουν σαν Αφρικανοί. Κοροϊδεύει το ένα το άλλο, στο τέλος κάποια χορεύουν, ενώ από κάτω γίνεται πανζουρλισμός. Ο Γιώργος κοροϊδεύει αυτούς που χορεύουν σαν Αφρικανοί. Ο δάσκαλος, για να τον επαναφέρει στην τάξη, του μιλάει θυμωμένα για τα «κακόμοιρα παιδιά στην Αφρική που πεινάνε», ενώ εκείνος έχει ό,τι θελήσει. Χτυπάει κουδούνι.
Στην Γ' τάξη ενός δημοτικού σχολείου στο κέντρο της Αθήνας με πολλά παιδιά μεταναστών, ο δάσκαλος αποφασίζει να εφαρμόσει μία διαπολιτισμική μουσική δραστηριότητα την οποία βρήκε σε ένα βιβλίο.

Ακολουθώντας τις οδηγίες που αφορούν στη δραστηριότητα χωρίζει τα παιδιά σε δύο ομάδες. Ένα παιδί της πρώτης ομάδας λέει τη λέξη καλημέρα. Τα παιδιά της δεύτερης ομάδας ψάχνουν να βρουν ποιο παιδί μίλησε. Για κάθε σωστή απάντηση η ομάδα παίρνει κάποιους πόντους. Μετά παίζει η δεύτερη ομάδα. Ο δάσκαλος ρωτάει ποια παιδιά γνωρίζουν και άλλες γλώσσες. Κάποιο παιδί που η μητέρα του είναι από τη Δανία λέει το καλημέρα στα δανέζικα, κάποιο άλλο στα τούρκικα. Όταν ο Βασίλης λέει ότι ξέρει τη λέξη στα φιλιππινέζικα, ο δάσκαλος γελάει και δηλώνει: «Κατάλαβα, όταν ήσουνα μωρό είχες φιλιππινέζα νταντά και έτσι έμαθες τα φιλιππινέζικα». Το παιδί τα χάνει και απαντά αμήχανα: «όχι, κύριε, η μητέρα μου είναι Φιλιππινέζα».

Όταν φτάνει στον Αλμπέρτο, ο οποίος έχει έρθει από την Αλβανία πριν από λίγους μήνες, τον ρωτά πώς λένε το καλημέρα στα αλβανικά. Ο Αλμπέρτο απαντά: «Δεν ξέρω κύριε, δε λέμε». Ο δάσκαλος γελάει και σχολιάζει: «Καλά, ρε Αλμπέρτο, δε λέτε καλημέρα στην Αλβανία;». Ο Αλμπέρτο κοκκινίζει και τα υπόλοιπα παιδιά γελάνε με το αστείο του δασκάλου. Την επόμενη μέρα ο δάσκαλος ανακαλύπτει ότι το παιδί δεν είχε καταλάβει τη λέξη καλημέρα στα ελληνικά.
Στην Δ' τάξη του ίδιου σχολείου στο Βοτανικό, η δασκάλα δουλεύει με τους μαθητές ένα πρόγραμμα, με βάση τη μέθοδο project, για τη γειτονιά. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος αποφασίζουν να κάνουν μία έρευνα στη γειτονιά για τα είδη της μουσικής που ακούνε οι κάτοικοι της περιοχής. Με την έρευνα και την επεξεργασία των ευρημάτων της η δασκάλα θέτει καταρχήν στόχους που σχετίζονται με την ενίσχυση των μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών. Ετοιμάζουν ένα ερωτηματολόγιο και ένα παιδί φέρνει από το σπίτι του ένα παιδικό κασετόφωνο με μικρόφωνο, που θα χρειαστούν στις συνεντεύξεις τους.

Βγαίνουν έξω από το σχολείο και ξεκινάνε την έρευνά τους στο καφενείο, στο ψιλικατζίδικο, στο φούρνο, μιλάνε στις γυναίκες που κάθονται και κουβεντιάζουν στη γειτονιά και αλλού. Όποιος από τους ερωτηθέντες θέλει τραγουδά και λίγο από το αγαπημένο του τραγούδι στο κασετόφωνο. Αν το τραγούδι το ξέρουν και τα παιδιά, τραγουδάνε κι αυτά μαζί του.

Επιστρέφουν στο σχολείο και ακούνε την κασέτα που έχουν γράψει. Έχει πολλή πλάκα. Τραγουδάνε και γελάνε με τα «σουξέ» της γειτονιάς. Μετά καταγράφουν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους, φτιάχνοντας ένα στατιστικό πίνακα με τα είδη της μουσικής που ακούνε οι άνθρωποι στη γειτονιά τους.
Στην Α' τάξη ενός δημοτικού σχολείου στο Βοτανικό, ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών έχουν μητρική τους γλώσσα την τουρκική, ενώ υπάρχουν και αρκετά με μητρική γλώσσα την αλβανική. Ο δάσκαλος μπαίνει στην τάξη για να διδάξει Γλώσσα διαβάζοντας από το ανθολόγιο το ποίημα του Δροσίνη «Ο ήλιος και ο αέρας», το οποίο στηρίζεται σε ένα μύθο του Αισώπου. Διαβάζει το ποίημα και εξηγεί, όσο καλύτερα μπορεί, το μύθο.
Η συμμετοχή των παιδιών τον απογοητεύει. Δεν είναι μόνο τα παιδιά που δεν ξέρουν καλά ελληνικά και δε συμμετέχουν, αλλά και τα άλλα παιδιά τα οποία δείχνουν να βαριούνται. Ξαναπροσπαθεί, θυμώνει, κάνει ερωτήσεις, τα παιδιά κοροϊδεύονται μεταξύ τους, ξεσπάει ένας μικρός καβγάς, χτυπάει κουδούνι.

Την άλλη ώρα φέρνει μαζί του τα μουσικά οργανάκια που υπάρχουν στο σχολείο. Ανοίγει την τσάντα και βάζει όλα τα όργανα στη σειρά στο πάτωμα. Τα παιδιά αιφνιδιάζονται. Τα ρωτάει αν θέλουν να παίξουν το παραμύθι με μουσική. Όλοι θέλουν και έτσι πρέπει να χωριστούν σε ομάδες, γιατί τα παιδιά είναι πολλά και τα όργανα λίγα. Χωρίζονται σε τρεις ομάδες. Ξαναδιαβάζει το ποίημα και σε κάθε φράση τα παιδιά σκέφτονται και δοκιμάζουν ήχους που ταιριάζουν με τους στίχους του. Όλοι θέλουν να δοκιμάσουν . Ο Αλή δεν καταλαβαίνει στα ελληνικά την έκφραση «ο γέρος περπατά αργά». Η Αϊσέ του εξηγεί «γιαβάς-γιαβάς» και του το δείχνει χτυπώντας αργά ένα τύμπανο. Την ώρα που ο δάσκαλος ή κάποιο από τα παιδιά διαβάζει το ποίημα, μία ομάδα παίζει τη μουσική που έχουν ταιριάξει με τους στίχους. Παίζουν και οι τρεις ομάδες χωρίς να βαριούνται, αφού κάθε ομάδα παίζει διαφορετική μουσική. χτυπάει κουδούνι.