Στα μειονοτικά σχολεία διορίζονται δάσκαλοι και καθηγητές χριστιανοί και μουσουλμάνοι, οι πρώτοι για τη διδασκαλία των ελληνόγλωσσων, ενώ οι δεύτεροι για τη διδασκαλία των τουρκόγλωσσων μαθημάτων. Αν και οι χριστιανοί δάσκαλοι, μόνιμοι ή προσωρινοί, είναι σε κάθε περίπτωση δημόσιοι υπάλληλοι, το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη θέση των μουσουλμάνων δασκάλων χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη διαφορετικών καθεστώτων.
Καταρχήν, έχουμε μουσουλμάνους δασκάλους, απόφοιτους της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ), οι οποίοι διορίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι, προσωρινοί ή μόνιμοι, με απόφαση του Νομάρχη και ύστερα από πρόταση του Συντονιστή Μειονοτικών Σχολείων.
Πολυάριθμοι επίσης είναι οι συμβασιούχοι ιδιωτικού δικαίου μουσουλμάνοι δάσκαλοι που διορίζονται για ένα έως τρία χρόνια στα μειονοτικά σχολεία και ύστερα από έγκριση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, στο πλαίσιο της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 7, παρ. 1.α', β' και γ' του Ν. 694/1977.
Ωστόσο, η απόδοση εκπαιδευτικών δικαιωμάτων αλλά και η θεμελίωση εργασιακών σχέσεων μέσω της πιστοποίησης των θρησκευτικών πεποιθήσεων των αποδεκτών των σχετικών κανόνων δικαίου («μουσουλμάνος μαθητής», «μουσουλμάνος/χριστιανός δάσκαλος») δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβαδίζει με το σύγχρονο δημόσιο και διεθνές δίκαιο, καθώς διαιωνίζει μια θρησκογενή διαφοροποίηση μεταξύ των πολιτών.
Τέλος, περιορισμένος αριθμός δασκάλων και καθηγητών, τούρκων πολιτών, διορίζονται για προσδιορισμένο χρόνο, σύμφωνα με την Ελληνοτουρκική Συμφωνία του 2000 για την Πολιτιστική Συνεργασία (άρθρα 1.ε και 10) και τις Υπουργικές Αποφάσεις 55368/16.5.1978 και Ζ2/219/24.5.1993, στο πλαίσιο των εκπαιδευτικού χαρακτήρα ανταλλαγών στελέχωσης των μειονοτικών σχολείων στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη.
|