Πώς μπορούν να εξελιχθούν τα μειονοτικά σχολεία;

Η υπογραφή της Σύμβασης-πλαισίου για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων από την Ελλάδα στις 22 Σεπτεμβρίου 1997 αποτελεί σίγουρα ιστορικό σταθμό για το ελληνικό δίκαιο, καθώς ύστερα από 74 χρόνια (Συνθήκη των Σεβρών για την προστασία των μειονοτήτων του 1920 και Συνθήκη της Λοζάνης του 1923) η χώρα μας υπογράφει διεθνές νομικό κείμενο που αφορά στην προστασία μειονοτικών ομάδων.

Η μελέτη των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης-πλαισίου προσφέρει νέες λύσεις και μάλιστα στην κορυφή της νομοκανονιστικής ιεραρχίας. Σε περίπτωση υιοθέτησης τέτοιων κανόνων δικαίου από την Ελλάδα, η επίδραση στο ισχύον καθεστώς για τη μειονοτική εκπαίδευση μπορεί να είναι καθοριστική, αφού θα λάβει (ενδεχομένως) νέο νόημα η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης της Λοζάνης. Η Σύμβαση, εφόσον αποτελέσει ελληνικό δίκαιο (θα πρέπει προηγουμένως να κυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο), μπορεί να δώσει την ευκαιρία για τον επανακαθορισμό του νομικού καθεστώτος των μειονοτικών σχολείων, καθώς η σχέση μεταξύ της Συνθήκης της Λοζάνης και της Σύμβασης-πλαισίου δεν είναι κατ' ανάγκη συγκρουσιακή σε ρυθμιστικό επίπεδο.  

Πώς όμως θα επιδράσουν οι κανόνες αυτοί στο υπάρχον εκπαιδευτικό μειονοτικό σύστημα; Με ποιο τρόπο οι νέοι διεθνείς κανόνες θα εφαρμοστούν σε αρμονία με τους παλαιότερους (βλ. Συνθήκη Λοζάνης) και πώς θα επηρεάσουν το εσωτερικό σχετικό δίκαιο; Διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι ένα νέο καθεστώς θα επιφέρει την κατάργηση της μειονοτικής εκπαίδευσης. Κάτι τέτοιο είναι εσφαλμένο για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί η εκάστοτε νομική ρύθμιση έρχεται να θέσει τους κανόνες λειτουργίας μιας έννομης τάξης, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και μέσα από το πολιτικό πρόταγμα που θα την επιβάλει. Δεύτερον, διότι η Συνθήκη της Λοζάνης θέτει ένα πολύ ευρύ πλαίσιο προστασίας της γλωσσικής ταυτότητας της μειονότητας, άρα μπορεί να καλύψει πολλές διαφορετικές εκδοχές. Εξάλλου, και οι σχετικές διμερείς ελληνοτουρκικές συμφωνίες δε δημιουργούν νέα δικαιώματα παρά ρυθμίζουν ζητήματα εφαρμογής τεχνικού χαρακτήρα και συνεπώς μπορούν νομοτεχνικά να αναπροσαρμοστούν, όπως άλλωστε συνέβη πρόσφατα με την κατάργηση της συμφωνίας του 1951. Σε κάθε περίπτωση, η σχετική συζήτηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη της το εκπαιδευτικό και δικαιικό κεκτημένο σε Ελλάδα και Ευρώπη, προσβλέποντας στη γόνιμη, για τους αποδέκτες της, λειτουργία της εκπαιδευτικής διαδικασίας.