Ποιο είναι το «πρόβλημα» σ' αυτές τις τρεις σκηνές;

Αν αναλύσουμε περισσότερο καθεμία από αυτές τις σκηνές, θα μπορέσουμε να δούμε τι είναι αυτό που τελικά κάνει αναποτελεσματική την εκπαιδευτική διαδικασία.

Σκηνή 1η    Σκηνή 2η    Σκηνή 3η

 
Ξεκινώντας από την 1η σκηνή, διαπιστώνουμε ότι ο εκπαιδευτικός έχει στόχο να διδάξει στα παιδιά τον ενεστώτα της ενεργητικής φωνής της β' συζυγίας. Προσπαθεί λοιπόν να τα οδηγήσει, μέσω της μίμησης και της επανάληψης, στο να μάθουν να κλίνουν το ρήμα «περπατάω», να απομνημονεύσουν δηλαδή τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του. Το διαβάζουν όλοι μαζί πολλές φορές και μάλιστα καταφέρνουν να το «πούνε απέξω».

Μέχρι εδώ η διαδικασία μοιάζει αποτελεσματική και θα παρέμενε αποτελεσματική στα μάτια του εκπαιδευτικού, αν δεν αποφάσιζε να ζητήσει από τα παιδιά να χρησιμοποιήσουν αυτή τους τη «γνώση» μέσα σε μία πρόταση, δηλαδή μέσα σε ένα πλαίσιο. Αυτό τον κάνει να βρεθεί αντιμέτωπος με δύο αποτυχημένες προσπάθειες και, στη συνέχεια, με τη σιωπή.

Γιατί τα παιδιά δεν μπόρεσαν να απαντήσουν, ενώ έμαθαν να κλίνουν το ρήμα «περπατάω»; Γιατί δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν το «φοράς» κατ' αναλογία με το «περπατάς», που μόλις είχαν μάθει, γιατί δηλαδή δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν έναν κλιτικό κανόνα; Μήπως δεν εξασκήθηκαν αρκετά;
Στη 2η σκηνή, ο εκπαιδευτικός χρησιμοποιεί πρωτότυπα και λειτουργικά-αυθεντικά κείμενα. Ζητάει από τα παιδιά να διαβάσουν τις μικρές αγγελίες και να βρούνε τις άγνωστες λέξεις, για τις οποίες τους δίνει έναν ορισμό. Τα παιδιά δείχνουν να βαριούνται και σημειώνουν τις λέξεις και τους ορισμούς στα τετράδιά τους. Η επεξεργασία της σελίδας σταματάει εκεί. Ο ίδιος ο εκπαιδευτικός διαπιστώνει πως η διαδικασία αυτή δε χρησιμεύει σε κάτι. Εξάλλου, οι στόχοι της ενότητας δε φαίνεται να είναι ξεκάθαροι στο μυαλό του, εφόσον αναρωτιέται ―παρ' όλο που το κάνει― για τη χρησιμότητα του να διδάσκει το σχολείο και μικρές αγγελίες και όχι μόνο λογοτεχνικά κείμενα «με ενδιαφέρον περιεχόμενο και ολοκληρωμένες προτάσεις».

Είναι όμως το είδος του κειμένου ή ο τρόπος επεξεργασίας του που κάνει την εκπαιδευτική αυτή κατάσταση αναποτελεσματική; Μήπως το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι ο εκπαιδευτικός επεξεργάζεται με τρόπο παραδοσιακό έναν τύπο κειμένου ο οποίος απαιτεί άλλου είδους προσέγγιση; Και ποια θα μπορούσε να είναι αυτή;
Στην 3η σκηνή ο εκπαιδευτικός παραπαίει ανάμεσα σε μια νέα αντίληψη και σε μια παραδοσιακή πρακτική σχετικά με την άσκηση των μαθητών στον προφορικό λόγο. Ενώ προσπαθεί να ακολουθήσει μια διδακτική πορεία που θα κινητοποιήσει τους μαθητές του (π.χ. χρήση αυθεντικού υλικού, όπως είναι οι τηλεκάρτες) και θα τους εμπλέξει σε μια κατάσταση τέτοια που να θέλουν να επικοινωνήσουν (παιχνίδι ρόλων), τελικά δεν το καταφέρνει. Οι μαθητές, εκτός από τον Α., του οποίου ο αρχικά αυθόρμητος λόγος κόβεται απότομα από τον εκπαιδευτικό, μιλάνε ελάχιστα και χρησιμοποιούν μικρές και τυποποιημένες φράσεις.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Τι είναι αυτό που αφαιρεί από την προσχεδιασμένη κατάσταση επικοινωνίας τη δυναμικότητά της και κάνει τελικά τον εκπαιδευτικό να αναρωτιέται για τη χρησιμότητα τέτοιων δραστηριοτήτων για άσκηση στον προφορικό λόγο;