Το γιατί η διαμόρφωση πραγματικών συνθηκών επικοινωνίας γίνεται ακόμη πιο επιτακτική στις περιπτώσεις που η γλώσσα του σχολείου διαφοροποιείται από τη μητρική γλώσσα ή τη γλώσσα της κοινότητας είναι προφανές : η συνειδητοποίηση από τα παιδιά της αναγκαιότητας να επικοινωνήσουν στη δεύτερη γλώσσα (και η επιθυμία τους να το κάνουν) είναι αυτή που θα τα εμπλέξει σε μια ενεργή διαδικασία και προσπάθεια επικοινωνίας, κατά συνέπεια και μάθησης. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η επικοινωνιακή προσέγγιση της γλώσσας αναπτύχθηκε αρχικά στο πλαίσιο της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών. Μήπως λοιπόν η απουσία αυτού του πλαισίου επικοινωνίας στη 2η και στην 3η σκηνή ευθύνεται για το γεγονός ότι τα παιδιά δε δείχνουν να ενδιαφέρονται για τις μικρές αγγελίες (σκηνή 2η) και δεν επιθυμούν να παραγάγουν λόγο (σκηνή 3η); Μήπως λοιπόν η χρήση αυθεντικού υλικού (τηλεκάρτες, μικρές αγγελίες κτλ.) ή μιας δραστηριότητας που, τουλάχιστον ως προς το σχεδιασμό της, είναι επικοινωνιακή δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της μια επικοινωνιακή συνθήκη; Μήπως το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αποτελέσει άλλοθι για μια υποτιθέμενη επικοινωνιακή κατάσταση τα χαρακτηριστικά της οποίας τελικά αναιρεί; |