Η σχέση των δύο πεδίων, του γενετικού και του περιβάλλοντος, δεν είναι αθροιστική, αλλά μια σχέση αλληλεπίδρασης όπου είναι αδύνατον να απομονώσουμε τη συνεισφορά του ενός ή του άλλου. Μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση γεννιέται η μοναδικότητα κάθε ατόμου. Αν ήταν αποκλειστικό προϊόν μιας εγγενούς ουσίας, κάποιων γονιδίων για παράδειγμα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας θα εκδηλώνονταν πανομοιότυπα, ανεξάρτητα από τις συνθήκες στις οποίες γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε.
Κάθε παιδί είναι πράγματι «μοναδικό και ξεχωριστό», όπως λέει η εκπαιδευτικός. Η μοναδικότητα αυτή όμως παράγεται μέσα σε κοινωνικό περιβάλλον και φέρει τη σφραγίδα αυτού του περιβάλλοντος. Καθορίζεται, πριν απ' όλα, από την επίδραση της οικογένειας. Στο πρώτο παράδειγμα άλλωστε είναι σαφής, παρ' ότι έμμεση, η αναφορά στο (θετικό) ρόλο της οικογένειας.
Η επίδραση αυτή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους σημαντική θέση κατέχουν τα μορφωτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά των γονέων, στοιχεία δηλαδή που παραπέμπουν στην κοινωνική θέση της οικογένειας. Με άλλα λόγια,
η οικογένεια δεν καθορίζεται απλώς από τις ατομικές ιδιαιτερότητες των μελών της, αλλά φέρει τα χαρακτηριστικά της ευρύτερης κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει.
Η άνιση πρόσβαση στα αγαθά, υλικά και πνευματικά, που έχουν οι κοινωνικές ομάδες σε μια ιεραρχημένη κοινωνία συνοδεύεται από διαφορετικούς ―επίσης ιεραρχημένους― τρόπους αντίληψης και δράσης απέναντι στα πράγματα, διαφορετικές αξίες, διαφορετική κουλτούρα, με την ευρεία έννοια του όρου. Το σχολείο είναι χώρος που αποτυπώνει αλλά και ενισχύει, με πολλούς τρόπους, την κοινωνική ιεραρχία.
Στο πλαίσιο αυτού του κειμένου θα προσεγγίσουμε τις διαφορές που καταγράφουν τα παραπάνω παραδείγματα μέσα από το εξής πρίσμα:
θα «διαβάσουμε» τις διαφορές στη σχολική συμπεριφορά και την επίδοση ως κοινωνικές διαφορές, τη θετική ή αρνητική σχέση με το σχολείο ως προϊόν ταξικών προσδιορισμών και τα άνισα σχολικά αποτελέσματα των παιδιών ως μορφή της κοινωνικής ανισότητας. |