Ο εκπαιδευτικός θεσμός ερμηνεύει ως πολιτισμικό «έλλειμμα» την απόσταση που χωρίζει τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων από την κουλτούρα του σχολείου. Μια τέτοια ερμηνεία βασίζεται στην παραδοχή ότι η κουλτούρα είναι μία και καθολική, ότι το πολιτισμικό περιεχόμενο που μεταδίδει το σχολείο (γνώσεις, αξίες, πρότυπα συμπεριφοράς, σχήματα αντίληψης και σκέψης) έχει εγγενή και αδιαμφισβήτητη αξία. Παραβλέπει όμως το γεγονός ότι η κουλτούρα (όπως και η γλώσσα) είναι ταξικά προσδιορισμένη και ότι αυτό που εμφανίζεται ως «η» (μοναδική) κουλτούρα είναι, στην πραγματικότητα, η κουλτούρα των κυρίαρχων κοινωνικά στρωμάτων. Τα λαϊκά στρώματα είναι φορείς μιας κουλτούρας (όπως άλλωστε και γλώσσας) σε μεγάλο βαθμό διαφορετικής από την κυρίαρχη, η οποία όμως δεν ενσωματώνεται στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Το σχολείο, για παράδειγμα, εντάσσει στην κατηγορία «γνώση» μόνο αυτή που προκύπτει ως προϊόν διανοητικών διεργασιών, υποτιμώντας (μην αναγνωρίζοντας δηλαδή ως γνώση) άλλες μορφές της οι οποίες συνδέονται με την πράξη ή τις χειρωνακτικές δραστηριότητες.
Δεν είναι εύκολο να ορίσουμε τι περιλαμβάνει η κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων, κυρίως γιατί οι ίδιες οι κατηγορίες της σκέψης μας είναι διαμορφωμένες σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κυρίαρχη κουλτούρα. Αυτό έχει αποτέλεσμα να μην μπορούμε πολύ συχνά ούτε να διακρίνουμε στοιχεία μιας άλλης κουλτούρας ούτε και να τα ορίσουμε ως «άλλο» πολιτισμικό σύστημα. Αυτή ακριβώς η αδυναμία να «δούμε» την άλλη κουλτούρα είναι προϊόν της κυρίαρχης ιεράρχησης στο πολιτισμικό πεδίο. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η διαφορά ανάμεσα στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών τάξεων αλλά η ιεράρχησή τους, με βάση την οποία η κουλτούρα των κυρίαρχων τάξεων όχι μόνο θεωρείται ανώτερη, αλλά επιβάλλεται ως μοναδικό πολιτισμικό πρότυπο. Με αυτό τον τρόπο η πολιτισμική διαφορά στην ουσία ερμηνεύεται ως «έλλειμμα» ή, στη χειρότερη περίπτωση, ως «απουσία κουλτούρας».
|