Οι γονείς ή οι κηδεμόνες των μαθητών οφείλουν ―κατά το σχολικό πρόγραμμα― να διασφαλίζουν στους μαθητές χώρο, χρόνο και καθοδήγηση, προκειμένου να εκτελέσουν τα σχολικά τους καθήκοντα.
Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά πως τα φτωχά παιδιά δεν έχουν σχεδόν ποτέ δικό τους χώρο για διάβασμα, ακόμη περισσότερες φορές δε διαθέτουν χρόνο για την εργασία στο σπίτι, γιατί απλούστατα ο χρόνος αυτός διατίθεται για τη φύλαξη των μικρότερων αδελφών, το νοικοκυριό ή ακόμη και την παράνομη ―λόγω ηλικίας― εργασιακή υποαμειβόμενη απασχόληση.
Όσο για την αναμενόμενη βοήθεια από τους γονείς και την κουλτούρα του σπιτιού, αυτή είναι από φτωχή έως ανύπαρκτη, καθώς οι γονείς λείπουν συνεχώς, δουλεύοντας σε μία και παραπάνω εργασίες (πολλές φορές λείπουν και ως οικονομικοί μετανάστες). Αλλά και όταν δε λείπουν, το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας δε βοηθά και πολύ τους μαθητές στην εργασία τους για το σχολείο, καθώς η κουλτούρα του σπιτιού εκτιμάται ως υποδεέστερη από αυτήν του σχολείου.
Το σχολείο, λοιπόν, επεκτείνοντας τη σχολική εργασία στο σπίτι, κάνει για μία ακόμη φορά την παραδοχή ότι στη σχολική επιτυχία συμμετέχει ολόκληρο το σπίτι του μαθητή.
Δεν πρόκειται απλώς για την επίδοση των μαθητών η οποία θα αξιολογηθεί με ουδέτερο τρόπο, πρόκειται για τη συμβολή και την προσπάθεια ολόκληρης της οικογένειας, του μορφωτικού της επιπέδου, της βιβλιοθήκης της, των γνώσεών της, των στάσεων και του «γούστου» της, της καλλιέργειάς της. Αδυνατεί, με άλλα λόγια, το σχολείο να ολοκληρώσει την εργασία του στον ορισμένο χρόνο που δίνεται από το Αναλυτικό Πρόγραμμα για εργασία στο σχολείο και αναθέτει την ευθύνη και το καθήκον αυτό στην οικογένεια.
|