Δύο σκηνές: Σκηνή 2η


Μάρτιος 1977, ορεινό χωριό της Θράκης, μάθημα ιστορίας σε μειονοτικούς μαθητές της Β' Λυκείου

Δίδασκα ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα. Η ύλη της τάξης περιλάμβανε τη γαλλική και την ελληνική επανάσταση, την ιστορία του ελληνικού κράτους και τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και τη βιομηχανική επανάσταση. Το μάθημα ιστορίας σε αυτή την τάξη ήταν το πιο δύσκολο μάθημα που είχα να διδάξω. Συχνά το συζητούσα με τους συναδέλφους μου, για να καταλήξουμε σύντομα στο γνωστό συμπέρασμα ότι, αν δε μάθουν καλά ελληνικά, ματαιοπονούμε. Οι μαθητές δε συμμετείχαν καθόλου, πολύ σπάνια μιλούσαν, και απαντούσαν στις ερωτήσεις σαν να μην καταλάβαιναν τίποτα από όσα έλεγα. Εγώ, γεμάτος ανασφάλεια για όσα συνέβαιναν, προσπαθούσα να μηχανευτώ συνεχώς τρόπους για να κάνω το μάθημα πιο ελκυστικό, μήπως και εξασφαλίσω τη συμμετοχή τους στην τάξη. Εκτιμώντας ότι το βιβλίο τούς δυσκόλευε αφάνταστα, έγραφα και μοίραζα απλοποιημένες σημειώσεις, ετοίμαζα σχεδιαγράμματα, πιστεύοντας ότι κάπως τους βοηθώ. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι κάτι συμβαίνει, ότι κάτι θα κινηθεί μέσα στην τάξη.

Κάπου στα μέσα Μαρτίου εκείνης της χρονιάς δίδασκα για τις πρώτες διεκδικήσεις των γυναικών στην Αγγλία, την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, τις σουφραζέτες και τους αγώνες τους. Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι οι μαθητές κοιτούν απορροφημένοι μια εικόνα όπου ένας άγγλος αστυνομικός συλλαμβάνει μια σουφραζέτα. Η τάξη ζωντάνεψε. Τα αγόρια άρχισαν να ρωτούν για τις γυναικείες διεκδικήσεις: «Τι κατάφεραν τελικά; Ποιες ήταν οι αντιδράσεις της κοινωνίας τότε;». Δημιουργήθηκε ένα πολύ διαφορετικό κλίμα από αυτό που επικρατούσε μέχρι τότε. Άρχισαν κάποιες συζητήσεις, τέθηκαν ερωτήματα, αρχίσαμε να ψάχνουμε στο βιβλίο, στις εικόνες, στις πηγές. Στα κορίτσια (τα οποία ήταν ελάχιστα τόσο στη συγκεκριμένη τάξη όσο και στο σύνολο των μαθητών) η σιωπή παρέμενε για κάποιο διάστημα ακόμη. Τελικά, άρχισαν και αυτά να μιλάνε και να συμμετέχουν, αλλά λιγότερο σε σχέση με τα αγόρια, σαν να ήθελαν να διατηρήσουν την όποια απόσταση υπήρχε ανάμεσά μας.

Τελειώνοντας η χρονιά είχα την αίσθηση ότι από το Μάρτιο και μετά κάτι άλλαξε: επιτέλους έκανα μάθημα.
Οι σχέσεις μου με τους μαθητές βελτιώθηκαν, άρχισα να βλέπω ότι υπήρχε τρόπος επαφής.