Αν προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις παραπάνω σκηνές, θα κατανοήσουμε ότι οι παράμετροι οι οποίες εμπλέκονται είναι πολλές. Θα πρέπει σίγουρα να ξεκινήσουμε από το θεσμό του ελληνικού σχολείου, το οποίο αγνοεί τη διαφορετικότητα. Εθνοπολιτισμικά στοιχεία διαφορετικά από τα κυρίαρχα του έλληνα μαθητή συνήθως παραμερίζονται ή αποσιωπούνται πλήρως και αξιολογούνται ως κατώτερα και εχθρικά. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι και στις δυο σκηνές συμμετέχουν εκπαιδευτικοί που αντιμετώπισαν στην καθημερινή τους εκπαιδευτική πρακτική ποικίλες μορφές του «διαφορετικού».
- Μαθητές και μαθήτριες που είχαν άλλη μητρική γλώσσα και θρησκεία και προέρχονταν από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα.
- Συναδέλφους τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, είχαν διαφορετικές παιδαγωγικές αντιλήψεις και ιδεολογικές πεποιθήσεις.
- Τον κοινωνικό περίγυρο: τους γονείς των μαθητών που εμπλέκονταν άμεσα και δε συμφωνούσαν με τις επιλογές του σχολείου αλλά και τη γειτονιά, τους κατοίκους και τους εργαζομένους στην περιοχή.
Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η ομάδα των εκπαιδευτικών που αποφασίζει να παρέμβει. Ήμασταν εμείς, η ομάδα μας. Ήταν η κοινή έντονη επιθυμία μας να δουλέψουμε σε σχολεία όπου οι μειονοτικοί μαθητές είχαν σημαντική αριθμητική παρουσία ή αποτελούσαν, όπως στο δεύτερο παράδειγμα, το σύνολο των μαθητών. Αποφασίσαμε σε αυτά τα εκπαιδευτικά πλαίσια να δουλέψουμε προς την κατεύθυνση της ανάδειξης της ταυτότητας των μαθητών μας. Ανακαλύψαμε έτσι ότι καθένας από μας ταυτιζόταν με κομμάτια των ταυτοτήτων των μαθητών, καθένας για διαφορετικό λόγο. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τότε αντιλαμβανόμασταν τους μαθητές μας ως ομοιογενές σύνολο, με κοινά χαρακτηριστικά, αγνοώντας τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις. Στα μάτια μας οι μειονοτικοί φαίνονταν αρχικά ως μια συμπαγής ομάδα, περιθωριοποιημένη και αδικημένη, που χρειαζόταν τη βοήθειά μας. Ταυτιζόμασταν αδιάκριτα με τον αδύνατο.
|