«Εμείς» και οι «άλλοι»


Ξαναγυρνώντας στα δύο αρχικά παραδείγματα, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια αποτίμηση του τι συνέβη.  

Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε εκπαιδευτικούς που προσπαθούν να δουλέψουν με τη διαφορετικότητα, που επιθυμούν να αναδείξουν τις ταυτότητες των διαφορετικών και να τις εντάξουν ισότιμα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, δουλεύουν σε διαφορετικά πλαίσια, αλλά ο στόχος τους είναι κοινός: η ανάδειξη της ταυτότητας του μειονοτικού μαθητή. Οι εκπαιδευτικοί ξεκινούν πιστεύοντας στο διακριτό χαρακτήρα πλειονοτικών και μειονοτικών, τους οποίους αντιλαμβάνονται ως ομοιογενή σύνολα, με διακριτά μεταξύ τους χαρακτηριστικά. Επιπλέον, δουλεύουν μέσα σε ομάδες όπου πιστεύουν ότι μοιράζονται κοινές ιδέες, στάσεις και αντιλήψεις. Η ανάδειξη και η διαχείριση της ετερότητας, όμως, αποδεικνύεται ότι περιλαμβάνει μια σειρά συγκρούσεων. Συγκρούονται με τον άμεσο κοινωνικό περίγυρο, με τις επικρατούσες στάσεις και αντιλήψεις, με το θεσμικό πλαίσιο και με όσους νιώθουν ότι κλονίζεται η θέση ισχύος που απολάμβαναν μέχρι τότε. Πολλές από τις συγκρούσεις αυτές ήταν αναμενόμενες, αλλά προκύπτουν και άλλες, καινούριες, που στην αρχή πίστευαν ότι δε θα αντιμετώπιζαν. Αντιλαμβάνονται ότι οι «διαφορετικοί» δεν τους αντιμετωπίζουν με τον τρόπο που ανέμεναν, ότι δε χαίρουν πάντοτε της αμέριστης αποδοχής και συμπαράστασης από την πλευρά τους. Από την άλλη πλευρά ακόμα και ανάμεσα στα μέλη της «ομάδας» τους, για την οποία πιστεύουν ότι αποτελεί ένα δοκιμασμένο και ομοιογενές σύνολο, προκύπτουν αντιφάσεις, υπαναχωρήσεις, σκεπτικισμός. Αυτό που αρχικά φαινόταν αυτονόητο και σχετικά εύκολο παρουσιάζεται περίπλοκο, επώδυνο, συχνά ριψοκίνδυνο. Η διαπίστωση αυτών των παραμέτρων, η βίωση όλων αυτών των συγκρούσεων, στις οποίες άλλοτε βρίσκουν την επιθυμητή στήριξη και άλλοτε όχι, νιώθουν ότι αλλάζει τους ίδιους.  

συνέχεια