Η ανομοιογένεια αντιμετωπίζεται και στις δύο σκηνές σαν εμπόδιο, σαν κάτι που θέτει άλυτα ερωτήματα-διλήμματα στον εκπαιδευτικό: Ποια ύλη να επιλέξει να διδάξει; Σε ποια ομάδα μαθητών του να προσαρμόσει το επίπεδο του μαθήματός του; Πώς θα μπορέσει να δουλέψει με παιδιά τα οποία θα έπρεπε να φοιτούν σε χωριστές τάξεις;
Ταυτόχρονα αυτή η ανομοιογένεια αντιμετωπίζεται και σαν κάτι τυχαίο και περιστασιακό. Και οι δύο εκπαιδευτικοί νιώθουν άτυχοι μέσα σε μια τόσο ανομοιογενή τάξη και είτε αναπολούν μια τάξη με παιδιά που «είχαν όλα το ίδιο επίπεδο» είτε ελπίζουν να έχουν μια τέτοια τάξη την επόμενη σχολική χρονιά, έτσι ώστε να μπορούν να θέτουν κοινούς στόχους για όλους τους μαθητές.
Υπάρχουν όμως τελικά ομοιογενείς τάξεις; Και αν όχι, ποιες είναι κάποιες πρώτες απαντήσεις στα ερωτήματα τα οποία θέτουν οι εκπαιδευτικοί μέσα από τις καταγραφές τους στις δύο σκηνές; Ποια παιδαγωγική τάση και ποια διδακτική προσέγγιση δίνει στον εκπαιδευτικό τα απαραίτητα «εργαλεία» ώστε να μπορεί να δουλεύει αποτελεσματικά σε τάξεις όπως αυτές που περιγράφονται παραπάνω;
|