Σε αυτή την περίπτωση μπορεί ο στόχος να είναι κοινός για όλα τα παιδιά, αλλά παράλληλα να δίνεται σε αυτά ένα περιθώριο αυτονομίας, η δυνατότητα δηλαδή να επιλέξουν μόνα τους τον τρόπο με τον οποίο θα εργαστούν για να κατακτήσουν αυτόν το στόχο. Για παράδειγμα, για την επίλυση ενός αριθμητικού προβλήματος τα παιδιά μπορούν να εργαστούν με τρόπο διαφορετικό: άλλα μπορεί να προσπαθήσουν να το σχηματοποιήσουν/να το οπτικοποιήσουν για να το κατανοήσουν, άλλα μπορεί απευθείας να προβούν σε αριθμητικές πράξεις, άλλα να αναζητήσουν ομοιότητες με άλλα προβλήματα που έχουν επιλύσει στο παρελθόν. Οι διαφορετικοί αυτοί τρόποι δουλειάς θα διαφοροποιήσουν ενδεχομένως και το χρόνο τον οποίο θα χρειαστεί κάθε παιδί, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε «ρυθμό μάθησης». Βέβαια, η διαφοροποίηση των διαδικασιών μάθησης μπορεί αρχικά να προκληθεί από τη διαφοροποίηση των καταστάσεων που θα προτείνει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός. Μπορεί δηλαδή ο εκπαιδευτικός να προτείνει διαφορετικά εποπτικά μέσα τα οποία να ενισχύουν διαφορετικές στρατηγικές. Για παράδειγμα, ζητά από τα παιδιά να συγκεντρώσουν στοιχεία σχετικά με την ιστορία των μέσων μεταφοράς και να τα καταγράψουν. Ανάλογα με τις δυνατότητες των παιδιών προτείνει σε κάποια παιδιά κείμενα σύνθετα με δύσκολο λεξιλόγιο, σε άλλα παιδιά κυρίως εικονογραφημένο υλικό κτλ. και ζητά διαφορετικούς τρόπους καταγραφής: άλλα παιδιά θα γράψουν συνεχές κείμενο, άλλα θα γράψουν απλώς κάποιες λέξεις-κλειδιά. Ακόμα και αν θέλει να κατακτήσουν τα παιδιά τον ίδιο ακριβώς στόχο, π.χ. να κατανοήσουν σε ένα γλωσσικό μάθημα το ρόλο και τη μορφολογία του επιθέτου, μπορεί να χρησιμοποιήσει ταυτόχρονα δύο διαφορετικούς τρόπους, προτείνοντάς τους σε διαφορετικές ομάδες παιδιών: α) να δώσει έναν πρώτο ορισμό του επιθέτου και να ζητήσει από τα παιδιά να εντοπίσουν τις λέξεις ενός κειμένου οι οποίες ανταποκρίνονται σε αυτό τον ορισμό, β) να δώσει στα παιδιά ένα κείμενο στο οποίο να είναι υπογραμμισμένα τα επίθετα και να ζητήσει να εντοπίσουν τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των λέξεων. Στη συνέχεια τα παιδιά μπορούν να αντιπαραβάλουν τα ευρήματά τους, να συγκρίνουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν. Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά απευθύνεται τόσο στους μαθητές που η σκέψη τους λειτουργεί περισσότερο επαγωγικά (από την παρατήρηση στην εξαγωγή του κανόνα) όσο και σε αυτούς που η σκέψη τους λειτουργεί απαγωγικά (από την κατανόηση του κανόνα στην εφαρμογή του), λαμβάνει δηλαδή υπόψη του τα διαφορετικά γνωστικά προφίλ των μαθητών του.
|