Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις για τη διαφοροποιημένη παιδαγωγική;

Η εφαρμογή της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής προϋποθέτει μια σειρά από ανατροπές οι οποίες σχετίζονται με γενικότερες αντιλήψεις για τη μάθηση και το ρόλο του εκπαιδευτικού. Ποιες είναι λοιπόν αυτές;  

Όπως ήδη φάνηκε, η διαφοροποιημένη παιδαγωγική συμβαδίζει με την επικέντρωση του ενδιαφέροντος στις διαδικασίες μάθησης, δηλαδή στον κάθε μαθητή ξεχωριστά και στον τρόπο με τον οποίο αυτός μαθαίνει. Αυτό σημαίνει ότι η προς μετάδοση γνώση μπαίνει αρχικά σε δεύτερο πλάνο, σε σχέση με την προς κατάκτηση δεξιότητα. Για να κατακτήσει ο μαθητής δεξιότητες που θα του επιτρέπουν να οικειοποιηθεί τη γνώση, για να μάθει δηλαδή να μαθαίνει, χρειάζεται να αυτενεργήσει, να οικοδομήσει μόνος του «εργαλεία» σκέψης και δουλειάς, να οικοδομήσει τη δική του ατομική πορεία προς τη γνώση.  

Η αυτενέργεια και η αυτονομία του μαθητή απαιτεί όμως αναθεώρηση του ρόλου του εκπαιδευτικού. Από φορέας της γνώσης γίνεται «διαμεσολαβητής» ανάμεσα στη γνώση και στο μαθητή και αποκτά το ρόλο του συντονιστή. Δε διδάσκει μια ύλη με τρόπο παραδοσιακό, τον ίδιο για όλους τους μαθητές, αλλά δημιουργεί τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στα παιδιά να δουλέψουν στην τάξη και στον ίδιο να συντονίζει ομάδες μαθητών ή μαθητές που εργάζονται με τους δικούς τους ατομικούς ρυθμούς. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα ευέλικτη διαχείριση του χρόνου αλλά και ευελιξία σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους, δηλαδή προσαρμογή των στόχων του αναλυτικού προγράμματος στο δυναμικό της τάξης του, αυτονομία και πρωτοβουλία στον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει και οργανώνει αυτά που θα κάνει στην τάξη.
  Και πώς θα το πετύχει αυτό;