Η επίδραση του θέματος συζήτησης στην επιλογή γλώσσας

Η επιλογή μιας γλώσσας ή το πέρασμα από τη μια στην άλλη οφείλεται, τις περισσότερες φορές, σε πρακτικούς λόγους, σχετίζεται συνήθως με το θέμα της συζήτησης. Είναι σαφές ότι, όταν τα παιδιά θέλουν να μας διηγηθούν κάτι που συνέβη στο σχολείο, δεν μπορούν παρά να το κάνουν στα γαλλικά (τουλάχιστον αυθόρμητα). Από την άλλη, όταν αναπολούν μαζί μου κάποιο γεγονός από τις τελευταίες διακοπές μας στην Ελλάδα, το κάνουν τις περισσότερες φορές στα ελληνικά, αλλά αν ο Μπομπ μπει στη συζήτηση, θα περάσουν αυτόματα στα γαλλικά για να του επιτρέψουν να συμμετάσχει σε αυτήν (αντίθετα, τα παιδιά προσφεύγουν συχνά στα ελληνικά, στο Βέλγιο ή στην Αγγλία, ώστε οι γύρω τους να μην καταλαβαίνουν τι λένε).  

Κατά κανόνα λοιπόν υπάρχουν στην καθημερινότητά μας θέματα συζήτησης λίγο πολύ «αποκλειστικά» σε μια γλώσσα (προφανώς αυτό εξαρτάται επίσης από το ποιος από μας συμμετέχει στη συζήτηση). Ένα από αυτά είναι το σχολείο, για το οποίο συνήθως μιλάμε στα γαλλικά, ενώ οι «τρυφερότητες» είναι ένα άλλο ― σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά και εγώ χρησιμοποιούμε πιο πολύ τα ελληνικά, ο Μπομπ και τα παιδιά τα αγγλικά. Οι τσακωμοί ανάμεσα στα παιδιά γίνονται σταθερά στα γαλλικά, ενώ όταν εγώ θέλω να τα μαλώσω για τα καλά, το κάνω κυρίως στα ελληνικά (και ο Μπομπ στα αγγλικά). Έτσι, η γλώσσα που χρησιμοποιείται κάθε φορά μπορεί να έχει μια σημασία πέρα από την καθαρά γλωσσική: το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε μια γλώσσα και όχι μια άλλη μπορεί να είναι αυτό το ίδιο φορέας νοήματος πέρα από τη σημασία των λέξεων (π.χ. αυτής του «η μαμά είναι πραγματικά θυμωμένη», όταν τα παιδιά με ακούνε να τα μαλώνω στα ελληνικά κτλ.).
  Η επίδραση του χώρου στην επιλογή γλώσσας