Ο κοινωνιογλωσσολόγος J.J. Gumperz, που πραγματοποίησε πολλές έρευνες σ' αυτό τον τομέα από τη δεκαετία του '60, μπόρεσε να αποδείξει ότι, μακριά από το να είναι αυθαίρετη ή τυχαία η χρήση του «code switching», είναι μια στρατηγική ομιλίας και δη επικοινωνιακή.
Στο άρθρο του «Conversational code switching», μιλάει για τη μεταφορική πληροφορία που μεταδίδει η αλλαγή του γλωσσικού κώδικα ως προς τον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί ο ομιλητής να ερμηνευτούν τα λόγια του. Έτσι, στην κυριολεκτική σημασία των λέξεων προστίθεται η σημασία του επιλεγόμενου κώδικα (όπως στο παραπάνω παράδειγμα: «η μαμά μαλώνει στα ελληνικά = η μαμά είναι πολύ θυμωμένη»).
Σ' αυτό το πνεύμα ο Gumperz μελετάει μια ολόκληρη σειρά λειτουργιών που επισήμανε σε ό,τι αφορά στο «code switching». Για παράδειγμα, αυτήν που συνίσταται στο να προσδίδει μια ιδιαίτερη σημασία σε μια λέξη από τη χρήση της σε μια άλλη γλώσσα (όταν, για παράδειγμα, τα παιδιά λένε «πήραμε ένα πολύ καλό breakfast», δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο πρωινό, αλλά ακριβώς για ένα αγγλικό πρόγευμα με αυγά και μπέικον που ο πατέρας τους τους ετοιμάζει συχνά τις Κυριακές), ή αυτήν που χρησιμεύει στο να προσδιοριστεί ο αποδέκτης ενός μηνύματος (για παράδειγμα «μιλάμε ελληνικά, αλλά μόλις έρχεται ο μπαμπάς το γυρίζουμε στα γαλλικά = καλούμε τον μπαμπά να μπει στην κουβέντα»), ή ακόμη αυτήν που χρησιμεύει στο να δώσουμε έμφαση σε αυτό που λέγεται, επαναλαμβάνοντάς το σε μια άλλη γλώσσα (αυτή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση που πρέπει να πείσω τα παιδιά να πάνε να κοιμηθούν γιατί είναι πολύ αργά ― συχνά το επαναλαμβάνω στα γαλλικά, στα ελληνικά ή ακόμη και στα αγγλικά, για να δείξω με έμφαση ότι δεν υπάρχει χώρος για υπεκφυγές).
|