Η στάση των παιδιών


Τα δύο παιδιά μίλησαν τα ελληνικά από πολύ μικρή ηλικία. Το υπόβαθρο γι' αυτή τη μάθηση ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό συναισθηματικής φύσης: τα έμαθαν από εμένα και γιατί τα μιλούσαν με τον παππού και τη γιαγιά, με τους οποίους ήταν πολύ συνδεδεμένοι, κάθε φορά που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Αργότερα, γύρω στην ηλικία των 8 ετών, ο Φίλιππος έκανε μαθήματα ελληνικών στο σπίτι, τα οποία και συνέχισε για 3 χρόνια. Ο ίδιος θέλησε να τα σταματήσει και δεν επέμεινα να συνεχίσει. Η Λουίζα άρχισε επίσης μαθήματα ελληνικών γύρω στα 7 της χρόνια και συνεχίζει ακόμη, με τη θέλησή της.  

Ως προς τα αγγλικά, όμως, τα δύο παιδιά επέδειξαν αντιστάσεις. Και οι δύο αρνήθηκαν (ή τουλάχιστον απέφυγαν) να τα μιλήσουν στην αρχή. Ο Φίλιππος έκανε μια στροφή γύρω στην ηλικία των 9-10 ετών, οπότε άρχισε να δείχνει ένα ενδιαφέρον όλο και πιο σαφές για τα αγγλικά. Αυτό έγινε παράλληλα με μια επαφή όλο και πιο συχνή με τη γιαγιά του στην Αγγλία, με την οποία άρχισε να έχει μακρές τηλεφωνικές συζητήσεις. Και σε αυτή την περίπτωση, η εκμάθηση της γλώσσας βρήκε ένα συναισθηματικό υπόβαθρο και προόδευσε πολύ γρήγορα. Η Λουίζα, επίσης γύρω στην ηλικία των 9 ετών, άρχισε να ενδιαφέρεται για τα αγγλικά και να θέλει να τα μάθει πολύ καλά, όπως λέει. Σ' εκείνην είναι πιθανό ότι δημιούργησε αυτή τη «στροφή» η πρόοδος του Φίλιππου.