Σκηνή 1η

Εκεί που πραγματικά έχει πρόβλημα είναι στις εξετάσεις, καθώς εκεί δεν μπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση, όπως στη διδασκαλία. Μακάρι να μπορούσε και εκεί να εξετάζει τους μαθητές της στα πράγματα που είναι ικανοί να κάνουν ο καθένας τους. Τα ερωτήματα τα οποία πραγματικά μπορούν να απαντήσουν οι αδύνατοι μαθητές της (που είναι και οι περισσότεροι) δε θυμίζουν σε τίποτε το πλούσιο μάθημα της Θεώνης. Είναι όμως οι ερωτήσεις αυτές το μόνο που μπορεί να κάνει, ώστε να μην «κοπεί» το μεγάλο κομμάτι των μαθητών της. Αισθάνεται ότι αυτό που κάνει δεν είναι τόσο κακό, αλλά θέλει μία θεωρητική βάση για να δικαιολογήσει την επιλογή της. Στα διαβάσματά της πέφτει πάνω στη θεωρία του κοινωνιολόγου της εκπαίδευσης Basil Bernstein, που είχε διαβάσει πριν από χρόνια και που τώρα της «λύνει τα χέρια». Υπογραμμίζει, σχολιάζει, κρατά σημειώσεις και στο τέλος αναφωνεί με χαρά: «Βρήκα τη λύση στο πρόβλημά μου! Διαφοροποιημένη διδασκαλία από την εξέταση. Δεν είναι κακό, έχω θεωρητική βάση σ' αυτό που κάνω». Στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών της σπουδών, λοιπόν, κάθεται και γράφει μία ημιθεωρητική, ημιπρακτική εισήγηση για το θέμα, με αποδέκτες τους συναδέλφους και φίλους της. Η εργασία, ανεπίσημα, θα μπορούσε να έχει τον εξής τίτλο: «Η απογοήτευση των φιλολόγων στα σχολεία της Θράκης, κατά την περίοδο των γραπτών εξετάσεων, και πώς να την αντιμετωπίσετε: η θεωρία του Basil Bernstein για την Ορατή και Αόρατη Παιδαγωγική, σε μικρές, κατανοητές δόσεις».