Αυτή η συνεργασία με έκανε να δοκιμάζομαι κάθε φορά και να αναζητώ τρόπο για να κάνω κατανοητά τα επιστημονικά κείμενα των συναδέλφων μου στον πρώτο κριτικό αναγνώστη που διάβαζε τις δικές μου συνόψεις, μέσα από το δικό του πρίσμα, από τη δική του οπτική. Έπρεπε να απαντήσω στις ερωτήσεις του: «μα, δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις εδώ, είναι σκέτη θεωρητικούρα» ή «μα, σε τι βοηθάει τους εκπαιδευτικούς αυτό που λες» ή ακόμη χειρότερα «πάλι τα ίδια, μα το έχεις ξαναπεί χίλιες φορές». Αυτό με ανάγκαζε να δω τα επιχειρήματά μας, τις επιστημονικές τεκμηριώσεις, με τα μάτια των άλλων. Εντόπιζα έτσι τα κενά, τις αδυναμίες μας. Αναζητώντας τρόπο να πείσω, ανακάλυπτα πού δεν ήμαστε επαρκώς πειστικοί, πού δεν είχαμε εξαντλήσει το θέμα. Αυτός ο συνεχής διάλογος αποτελούσε για μένα έναν τρόπο να ανιχνεύσω διαδρομές για την εξοικείωση με την ετερότητα. Στη συνέχεια έφτανε το δικό του κείμενο, μια άλλη ματιά, μια διαφορετική ανάγνωση με αναγωγές στα δικά του βιώματα, στο δικό του κόσμο. Αυτή η φρέσκια, άλλη ματιά στα δικά μας κείμενα μου έδειχνε πόσο εμπλουτιστική μπορεί να είναι η ετερότητα, όταν γίνεται αποδεκτή.

Τα δεκαπέντε κείμενά μας αποτυπώνουν, από τη σκοπιά του καθενός μας, τη συνεχή αναμέτρηση με την ετερότητα. Τα καταφέραμε; Δεν έχω απάντηση, γιατί μπορεί το Ρίο- Αντίριο να τελείωσε, αλλά η δική μας γέφυρα ανάμεσα στην ακαδημαϊκή γνώση και την καθημερινή διδακτική πρακτική, νομίζω ότι μόλις έβαλε τα πρώτα θεμέλια. Στο εργοτάξιό μας η δουλειά ήταν συλλογική και οι διαφορετικότητές μας συμπληρωματικές: η Μαρία Ζωγραφάκη, επιμελήθηκε με περισσή φροντίδα τα κείμενα όλων μας, ο Μίλτος Κύρκος ξαναδούλεψε τα κείμενα των συγγραφέων, αναδεικνύοντας τις αρετές τους με περισσή μαεστρία, η Παναγιώτα Διδάχου ακούραστα διόρθωνε και πρότεινε επαναδιατυπώσεις και, τέλος, η Ειρήνη Μίχα και η Δάφνη Κονταργύρη έδωσαν μια υπέροχη αισθητική στην έντυπη μορφή των κειμένων μας. Για όλους και όλες μας η εμπειρία ήταν μοναδική.