Ενεργητικές μέθοδοι μάθησης

Στην αντίθετη όχθη βρίσκονται παιδαγωγοί και ερευνητές που ήδη από τη δεκαετία του '60, με κύριο εκπρόσωπο τον C. Rogers, υποστηρίζουν ότι το κίνητρο είναι ενδογενές, εξαρτάται δηλαδή από το κάθε άτομο, το οποίο μόνο του και σε συνάρτηση με την προσωπική του ιστορία, χτίζει τις υποκειμενικές του προσδοκίες: η ενίσχυση σε αυτή την περίπτωση προέρχεται από το αίσθημα πλήρωσης ή όχι των προσωπικών του στόχων. H επιτυχημένη διδασκαλία, σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι εκείνη που καταφέρνει να ανταποκριθεί στις εσωτερικές ανάγκες των μαθητών και μαθητριών.

Oι ενεργητικές μέθοδοι μάθησης και οι παιδαγωγοί της Nέας Aγωγής στηρίχτηκαν κατεξοχήν σε αυτή την άποψη, αμφισβητώντας τις συμπεριφοριστικές μεθόδους διδασκαλίας των προηγούμενων ετών, που βασίζονταν στην αντίληψη ότι η διδασκαλία είναι μια απλή μετάδοση γνώσεων από τον πομπό (δάσκαλο) στο δέκτη (μαθητή), μια γραμμική πορεία η οποία κινδύνευε να διαταραχτεί μόνο από την απώλεια ενδιαφέροντος εκ μέρους των μαθητών. Για τους υποστηρικτές της ενεργητικής μάθησης, δηλαδή της μάθησης όπου το υποκείμενο συμμετέχει ενεργά και δεσμεύεται στη διαδικασία αυτή, το κίνητρο δεν μπορεί να είναι μια απλή εξωτερική ώθηση (π.χ. ένας καλός βαθμός ή ένας κακός βαθμός, η περίφημη «θεωρία του καρότου και του μαστιγίου»), αλλά μια σύνθετη διαδικασία στην οποία καθένας βρίσκει απαντήσεις στις εσωτερικές του ανάγκες όχι μόνο μέσα από την «αυθεντία» του δασκάλου αλλά και μέσα από τη συνάντηση με όλους τους άλλους.