Tο μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι πως τα παιδιά έχουν μεγάλες δυσκολίες με την ελληνική γλώσσα, αφού δεν τη μιλούν παρά μόνο στο σχολείο.
Για αυτό αποφάσισα στο μάθημα Γλώσσας να προκαλέσω μια συζήτηση στην τάξη με θέμα το πώς ντύνονται οι άνθρωποι σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου.
Ξεκινήσαμε κοιτάζοντας εικόνες και προσπάθησα να περιγράψουμε τα ρούχα για να κάνω τα παιδιά να μιλήσουν.
Τους είπα ότι θα δούμε πώς ντύνονται οι άνθρωποι, ας πούμε, στην Αγγλία, στην Κίνα, στις αραβικές χώρες και αλλού. Είχα προσέξει ότι αυτό το θέμα, οι διαφορετικοί πολιτισμοί, ελκύει τους μαθητές μου: τραβά την προσοχή τους και τους κάνει να ενδιαφέρονται για το τι κάνουμε εκείνη τη στιγμή.
Αυτό συνέβη και σήμερα: έσκυβαν πάνω από τις εικόνες, έδειχναν ο ένας στον άλλο αυτά που τους εντυπωσίαζαν και έκαναν ερωτήσεις. Αφού τα είδαμε όλα, πώς ντύνονται οι Κινέζοι, πώς ντύνονται στην Αφρική, πώς ντύνονται εδώ, πώς ντύνονται εκεί, θέλησα να κάνω τα παιδιά να μιλήσουν για τη δική τους εμπειρία.
Ρώτησα λοιπόν: «Εμείς εδώ πώς ντυνόμαστε;».
Και μου απάντησαν: «Όπως οι Άραβες».
Αυτόματα, χωρίς να το σκεφτώ, ρώτησα: «Ποιοι Άραβες, βρε παιδιά;».
Και ένιωσα φόβο καθώς κοίταξα τους μαθητές μου και είδα τα μαντίλια των κοριτσιών, τα παντοφλάκια που φορούν συνήθως αγόρια και κορίτσια και τα πολυφορεμένα ρούχα με τα οποία έρχονται τα περισσότερα παιδιά στο σχολείο.
«Τι κάνω εγώ εδώ; Τι πρέπει να πω τώρα;»
Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι έκανα την ερώτηση έχοντας ήδη στο μυαλό μου την απάντηση που θα έπαιρνα από τα παιδιά. Περίμενα δηλαδή να μου πουν: «Όπως οι Άγγλοι». Και αυτό που με δυσκολεύει όταν κάνω μάθημα σε αυτά τα παιδιά είναι ότι άλλη απάντηση περιμένω να μου έρθει και άλλη μου έρχεται.
|