Ένα παράδειγμα ακόμη

Mπαίνουν λοιπόν στο δημοτικό σχολείο δύο παιδιά, το ένα έχει γονείς μορφωμένους, που ανήκουν στα μεσοστρώματα αστικών κέντρων, που στην καθημερινή τους επικοινωνία χρησιμοποιούν την πρότυπη γλώσσα, ενώ το άλλο έχει γονείς αγρότες, εργάτες ή τεχνίτες, που χρησιμοποιούν μια ποικιλία της ελληνικής διαφορετική από την πρότυπη στη σύνταξη, τη φωνολογία και μέρος του λεξιλογίου.

Tο ένα παιδί, άρα, καλείται να μάθει γραφή στη γλώσσα που ήδη ξέρει να μιλάει, ενώ το άλλο καλείται να μάθει γραφή σε μια γλώσσα με προφορά, σύνταξη και λέξεις διαφορετικές.

Tο δεύτερο θα πρέπει να μάθει δυο πράγματα συγχρόνως:
την πρότυπη γλώσσα, διαφορετική από τη μητρική του,
γραφή και ανάγνωση σε αυτή τη διαφορετική γλώσσα και όχι σε αυτή που μιλάει άνετα και αυθόρμητα.

Άρα
, είναι εκ των προτέρων δεδομένο ποιο από τα δύο παιδιά θα κατακτήσει γρηγορότερα και ευκολότερα τη γνώση του γραπτού κώδικα.

O δάσκαλος ωστόσο δε βλέπει μπροστά του δύο παιδιά που το σχολείο έβαλε σε αγώνα δρόμου, το ένα μετ' εμποδίων και το άλλο στο ίσιωμα,αλλά βλέπει το ένα παιδί να διαβάζει γρήγορα και άνετα, ενώ το άλλο να δυσκολεύεται και να αργεί να μάθει ανάγνωση και ιδίως γραφή. Kαι αγνοώντας τη γλωσσική διαφορά κρίνει ότι τα δύο παιδιά έχουν άνισες ικανότητες μάθησης.
Και το αποτέλεσμα;