Κάθε παιδί που ξυπνάει με τη φράση «France Soir, Paris Soir» έχει δύο
επιλογές. Να πιστέψει ότι η μαμά του είναι εφημεριδοπώλης ή ότι οι άνθρωποι,
ιδιαίτερα όταν έρχονται από πολύγλωσσες κοινωνίες, εκφράζονται με τους δικούς
τους τρόπους. Η μαμά ήταν γαλλόφωνη Ελληνίδα από την Ισμαηλία της Αιγύπτου,
κάποτε πρέπει να ξύπναγε με τον εφημεριδοπώλη να διαλαλεί τα προχθεσινά βραδινά
παρισινά φύλλα και δεν έβρισκε τίποτα το περίεργο στο να ξυπνάνε τα παιδιά της με
τον ίδιο τρόπο. Ακόμα και αν τα παιδιά της μεγάλωναν στην Καλλίπολη Πειραιώς,
κάπου στη δεκαετία του '50.
Τα πράγματα μπλέκουν ακόμα περισσότερο αν το παιδί πιστεύει ότι και όλα τα άλλα παιδιά μπορούν να διαχωρίσουν το βατσιμάνη από τον ντοκουμάνη. Διαφορά, που είναι οφθαλμοφανής για ένα παιδί που μεγαλώνει στο F/B Aristalex και πιστεύει ότι η σημαία της Λιβερίας είναι η πλέον κοινή στον κόσμο. Γιατί τα λίμπερτι της δεκαετίας του '50 μπορεί να είχαν περήφανους για την Ελλάδα πλοιοκτήτες, αλλά ακόμα πιο περήφανους για τη Λιβερία και την πρωτεύουσα της, Μονρόβια. Τουλάχιστον για τις σημαίες ευκαιρίας και τις φορολογικές απαλλαγές που έδινε, κάνοντάς τη δημοφιλέστερη χώρα νηολογίου κάθε ελληνικού ποντοπόρου πλοίου. Για ένα παιδί που σε ηλικία 6 ετών ξεχώριζε τα ρέλια από τα παραπέτα, το να διαχωρίζει το βατσιμάνη - μια παραφθορά του αγγλικού watchman - που κάνει τη βάρδια του στη γέφυρα, από τον ντοκουμάνη - σωστά το μαντέψατε dockman - που είναι φύλακας της σκάλας του καραβιού στο λιμάνι, ήταν παιχνίδι. |
Το παιδί της δεκαετίας του '50 στο λιμάνι καταλάβαινε ότι υπάρχουν διάφορες
γλώσσες και δεν είχε πρόβλημα να τις μπλέκει. Από τα κατάλοιπα του πολέμου, τα
στεκαμάν και τα φλίχτεν φλούχτεν, απίστευτες αγγλικές παραφθορές και σκωπτικές
αναπαραγωγές γερμανικών ήχων, μέχρι τα σοφράνο και τα μαλάγρα του λιμανιού, οι
λέξεις έμπαιναν αβίαστα στο καθημερινό λεξιλόγιο. ΄Ολες οι γλώσσες ήταν ανεκτές
εκτός από την lingua franca, την κόντρα πλακέ καθαρεύουσα των σχολικών βιβλίων.
Ακόμα και σήμερα ανατριχιάζω στη σκέψη ότι μια μέρα θα μεγαλώσω και θα έχω τη
«χαρά» - όπως μου έλεγε ο πατέρας μου- να διαβάσω Παπαρρηγόπουλο και Βερν σε
σωστά ελληνικά. Για μένα η γλώσσα ήταν τα πειραιώτικα της εποχής, με τα δύο
στα τρία σύμφωνα να μην προφέρονται και το τρίτο να μισοακούγεται. ΄Ετσι για το
γούρι.
Το σχολείο προσπαθούσε να φτιάξει ένα περίεργο είδος παιδιού, που υπήρχε στη φαντασία κάποιων φιλολόγων, με γκρίζα γιλέκα και μαύρες μανσέτες, στον οργανισμό των σχολικών βιβλίων, κάπου στη μακρινή Αθήνα. Ακόμα θυμάμαι με νοσταλγία το «Ana sema Swahili» που είχε βάλει στη βιτρίνα του ένας φιλόδοξος Πειραιώτης εμποροράπτης. Με την ελπίδα ότι μια μέρα θα περάσει από τα «Περιβολάκια» ένας νοτιοαφρικάνος, χαρούμενος που ο ράφτης μιλάει τη γλώσσα του, και θα ράψει κουστούμι. Και ακόμα και σήμερα πιστεύω ότι, ανάμεσα στη γλώσσα που δίδασκαν οι καθηγητές και τα καραβίσια, θα διάλεγα τα δεύτερα. ΄Εστω και στα Σουαχίλι. |