Η αξιοποίηση στην τάξη...

Στη δεύτερη σκηνή τα παιδιά δε φαίνονται ιδιαίτερα κινητοποιημένα γύρω από το στόχο που έχει θέσει ο εκπαιδευτικός (δηλαδή τη μετατροπή του διαλόγου σε πλάγιο λόγο και την παραγωγή κειμένου με βάση την ανάλυση της δομής του κειμένου που διαβάστηκε στην τάξη). Αντίθετα, υπάρχουν κάποια θέματα (οι κομήτες, τα ηφαίστεια κ.λπ.) μέσα στο συγκεκριμένο κείμενο-αφορμή τα οποία κινητοποιούν τα παιδιά -και μάλιστα και αυτά τα παιδιά που δε συμμετέχουν συχνά στο μάθημα- και τα κάνουν να θέλουν να συζητήσουν γύρω από αυτά. Τους προκαλούν απορίες και περιέργεια, τα κινητοποιούν να μιλήσουν, να φέρουν στην επιφάνεια εμπειρίες και γνώσεις που έχουν αποκτήσει εντός και εκτός σχολείου (τηλεόραση, μάθημα Ιστορίας, συζήτηση με τον πατέρα, παππού...).


Τα παιδιά λοιπόν θέτουν κάποια ερωτήματα και μάλιστα τείνουν να τα προσεγγίσουν μέσα από διαφορετικές οπτικές που σχετίζονται με διάφορα μαθήματα/γνωστικά αντικείμενα (π.χ. Ιστορία, Γεωγραφία, Μελέτη Περιβάλλοντος κ.λπ.). Θέλουν να συζητήσουν μεταξύ τους και με τον εκπαιδευτικό, να ανακαλύψουν κάποια πράγματα, να «αναζητήσουν» πληροφορίες, να ψάξουν στο χάρτη, ενώ κάποια στιγμή αναρωτιούνται για το πού θα μπορούσαν να ψάξουν για να απαντήσουν σε κάποιες απορίες τους. Ουσιαστικά, αυτά που κάνουν τα παιδιά αποτελούν «ευκαιρίες μάθησης» που εντάσσονται μέσα σε μια λογική διαθεματικής προσέγγισης, έτσι όπως την ορίσαμε παραπάνω.


Απλώς, ο εκπαιδευτικός φαίνεται να μην «εκμεταλλεύεται» αυτές τις ευκαιρίες, επειδή έχει σχεδιάσει να μάθει στα παιδιά κάτι συγκεκριμένο. Δεν ανταποκρίνεται στις ερωτήσεις των παιδιών ούτε στις έμμεσες εκκλήσεις τους («Κυρία!»...), δεν τα βοηθά να ψάξουν και να βελτιώσουν τις μεθοδολογικές τους δεξιότητες, δηλαδή δεν τα βοηθά στο να «μάθουν πώς να μαθαίνουν», στο να βελτιώσουν τις διαδικασίες σκέψης, μελέτης, επικοινωνίας και συνεργασίας. Μάλιστα, στο τέλος του όλου μαθήματος ο εκπαιδευτικός θεωρεί ότι τα παιδιά «έμαθαν ελάχιστα πράγματα».