Σκηνή 2

Η μικρή Ελένη είναι κόρη διανοούμενων που ζουν για ένα χρόνο στο Λονδίνο. Η δεκατριάχρονη Ελένη, με καλά Αγγλικά και ανατροφή πολιτισμένου αριστερού ανθρώπου, με φυλετικές ανοχές, διάθεση για πολυπολιτισμικότητα στην πράξη, φοιτά σε αγγλικό σχολείο όπου ο πολυπολιτισμός είναι πράξη: λευκοί, μαύροι, μιγάδες και κίτρινοι μαθητές, Ευρωπαίοι, Ασιάτες και Αφρικανοί... Ιδού η ευκαιρία να αποδείξει η μικρή Ελένη την αριστερή της ανατροφή, την ανεκτικότητα και τη φιλική της διάθεση.

Τη δεύτερη μέρα, την ώρα του φαγητού, στο εστιατόριο, με άνεση που θα ζήλευε διπλωμάτης, με το δίσκο της ανά χείρας προχωρεί ακάθεκτη προς το τραπέζι των μαύρων συμμαθητών και συμμαθητριών της. Χαμογελάει αφοπλιστικά και κάθεται χαιρετώντας τους με το χαμόγελο της σιγουριάς που μόνο η ηλικία και η άγνοια μπορούν να επιδεικνύουν. Το τραπέζι στρέφεται προς το μέρος της. Οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές της σταματούν να τρώνε, κοιτιούνται μεταξύ τους και της δηλώνουν εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν είναι ευπρόσδεκτη. Η μικρή Ελένη τα χάνει και με δάκρυα στα μάτια μαζεύει το δίσκο της και πηγαίνει σε ένα ευρωπαϊκό «κατάλευκο» τραπέζι σαστισμένη, με ανάμεικτα συναισθήματα, χωρίς να ξέρει πού έφταιξε και τι κακό έχει κάνει...
Τι συνέβη;