Τι συνέβη στην πρώτη περίπτωση; |
Η δασκάλα μπερδεύει τις γνώσεις και τις στάσεις στα ζητήματα της ετερότητας (ορθές) με αυτό που επιθυμούν οι ίδιοι οι άλλοι. Ορθώς ρωτά εάν θέλει ο εβραίος μαθητής να διδάσκεται εβραϊκή λογοτεχνία στο σχολείο, αλλά λανθασμένα περιμένει η απάντηση στο ερώτημά της να είναι θετική, δηλαδή ότι ναι, θα ήθελε το μικρό εβραιόπουλο να γίνεται συζήτηση για τη φυλετική/εθνοτική/θρησκευτική του ομάδα στην τάξη. Η ευαισθητοποίησή μας στην ετερότητα σημαίνει πως είμαστε ανοικτοί ακόμη και όταν ο «άλλος» δεν επιθυμεί να προσδιορίζεται ως τέτοιος, ακόμη και αν θέλει να περνά απαρατήρητος (ή να νομίζει πως περνά...). Ο «άλλος» μπορεί να επιθυμεί την αφομοίωση ή επιλεκτικά να τονίζει την ταυτότητά του όποτε ό ίδιος το επιθυμεί (στη βάφτισή του κ.λπ.). Ή ακόμη μπορεί να τον διακατέχει μια αμφιθυμία σε σχέση με την εθνοτική του ταυτότητα. Η κυρίαρχη ταυτότητα, εν προκειμένω, μπορεί να είναι αυτή του ροκαμπίλι εφήβου και όχι του Εβραίου. Πολλές φορές οι ευαισθητοποιημένοι ενήλικες επιχειρούμε, στην προσπάθειά μας να βοηθήσουμε τους «άλλους» να βρουν ένα χώρο φιλικής αποδοχής, να επιβάλουμε και να υπογραμμίσουμε την ετερότητά τους. Το πρώτο μάθημα που προσωπικά πήρα είναι ότι η δική μου αντιρατσιστική και αντιεθνικιστική αντίληψη δεν είναι απαραιτήτως και ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τον εαυτό του και είναι πολύ καλά που συμβαίνει αυτό. Το δεύτερο μάθημα που πήρα είναι ότι αυτά που γίνονται αλλού (στην Αγγλία, τη Γαλλία κ.λπ.) δε συμβαίνουν επειδή οι πλειονότητες των φωτισμένων διανοούμενων τα επέβαλαν άνωθεν, αλλά επειδή κάποιοι δραστήριοι της μειοψηφίας (μαύροι, γυναίκες, εθνοτικές ομάδες...) αγωνίστηκαν για την κατάκτησή τους, στο σχολείο και την κοινωνία γενικότερα. Στην περίπτωσή μας, λοιπόν, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης βρίσκεται ακόμη σε βαρύ πένθος, καθώς αποδεκατίστηκε με τρόπο βάναυσο στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, πένθος από το οποίο εξέρχεται σιγά σιγά μόλις τα τελευταία χρόνια. Δε διεκδίκησε άλλο πρόγραμμα σπουδών για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν έθεσε η ίδια ζήτημα διδασκαλίας εβραϊκής λογοτεχνίας. Η ερώτηση της δασκάλας λοιπόν ήταν άκαιρη και δείχνει με τον καλύτερο τρόπο τους απατηλούς δρόμους της Συγκριτικής Παιδαγωγικής, όταν επιχειρούμε να εισαγάγουμε (με τις καλύτερες προθέσεις πάντοτε...) μέτρα θετικής διάκρισης μειονοτήτων στο σχολείο, χωρίς αυτό να είναι αίτημα των ίδιων των μειονοτήτων. Οι μειονότητες πρέπει να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και ως προς τον αυτοπροσδιορισμό τους και ως προς τις διεκδικήσεις και τα αιτήματά τους. Όποια άλλη στάση είναι πατερναλισμός. |
Και στη δεύτερη; |