Μια συζήτηση |
Σε κάποιο Γυμνάσιο της Θράκης, δύο φιλόλογοι συζητούν για τις γλωσσικές δυσκολίες των μειονοτικών μαθητών και την ελλιπή συμμετοχή τους στο μάθημα της Λογοτεχνίας:
Α: Είναι τόσο μεγάλες οι γλωσσικές τους δυσκολίες, που δεν καταλαβαίνουν τίποτε από το κείμενο. Πώς επομένως να συζητήσεις και να κάνεις αληθινό μάθημα Λογοτεχνίας; Β: Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι καταλαβαίνουν ή μάλλον διαισθάνονται κάποια πράγματα από το κείμενο, δεν μπορούν να εκφραστούν, οπότε πέφτουμε πάλι στη σιωπή. Α: Μα δεν προσπαθούν κιόλας να καταλάβουν. Δε δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για την ανάγνωση, δε φαίνεται να έχουν κανένα κίνητρο για να διαβάσουν. Β: Μα τι πρότυπα ανάγνωσης έχουν; Άραγε είδαν ποτέ τους γονείς τους να διαβάζουν, έχουν επισκεφθεί ποτέ βιβλιοθήκη ή βιβλιοπωλείο; Α: Το θέμα είναι πως πρέπει να μάθουν να διαβάζουν με κάποια επάρκεια, γιατί μόνον έτσι θα προκόψουν στο σχολείο. Όλα στην εκπαίδευση εξαρτώνται από την ικανότητα της ανάγνωσης. Β: Τι να κάνουμε; Μήπως τα λογοτεχνικά κείμενα του σχολικού ανθολογίου είναι ακατάλληλα για τους μειονοτικούς μαθητές; Μήπως πρέπει να τους δώσουμε άλλα κείμενα πιο κοντά στα ενδιαφέροντά τους και στο γλωσσικό τους επίπεδο, μήπως και τους κεντρίσουμε την περιέργεια να διαβάσουν; Α: Πειράματα θα κάνουμε τώρα; Πώς θα αναλάβουμε την ευθύνη να αντικαταστήσουμε εγκεκριμένα κείμενα; Πώς θα πάμε τα παιδιά στις εξετάσεις με άλλα κείμενα; Άσε που, αν τα κείμενα είναι χαμηλότερου γλωσσικού επιπέδου, θα ζημιωθούν οι ελληνόγλωσσοι μαθητές της τάξης και θα έχουμε παράπονα από τους γονείς τους. Β: Είναι πράγματι ρίσκο. Τελικά, ίσως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ενισχύσουμε το μάθημα της Γλώσσας, να κάνουμε περισσότερες γλωσσικές ασκήσεις. Αν μάθουν καλύτερα ελληνικά, τότε θα καταλαβαίνουν και τη λογοτεχνία καλύτερα. |
Τι διαπιστώνουν οι εκπαιδευτικοί; |