Η σημασία της ελεύθερης επιλογής

Η απόλαυση της ανάγνωσης ξεκινά πριν από την ίδια την ανάγνωση, από την αναζήτηση και την αναγνώριση του βιβλίου που πιστεύουμε ότι θα ανταποκριθεί στα ερωτήματά μας.

Η ανάγνωση και ο καταναγκασμός είναι δύο έννοιες που δεν μπορούν να συμβαδίσουν.

Για να περιοριστούμε στο χώρο της εκπαίδευσης, όταν ένας δάσκαλος προτείνει στους μαθητές του ένα ανάγνωσμα, πρέπει να μπορεί να απαντήσει στη ρητή ή άρρητη ερώτησή τους: «Γιατί πρέπει να διαβάσω αυτό το κείμενο;». Τα παιδιά πάντα έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους αυτό το ερώτημα, άσχετα αν δεν το θέτουν γιατί ντρέπονται και φοβούνται ή γιατί έχουν καταλάβει ότι στο σχολείο κάνουμε πολλά πράγματα γιατί έτσι πρέπει.

Απαντήσεις του τύπου
«Είναι μέσα στη διδακτέα ύλη» ή
«Είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο» ή
«Είναι γραμμένο από ένα σπουδαίο συγγραφέα»
δεν έχουν καμιά σχέση με πραγματικά κίνητρα για ανάγνωση.

Η απάντηση πρέπει να σχετίζεται με πραγματικά ενδιαφέροντα ή προβλήματα των μαθητών. Και επειδή οι μαθητές είναι διαφορετικά άτομα, θα έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα μιας στοιχειώδους επιλογής του αναγνώσματος που θα διαβάσει ο κάθε μαθητής ή η κάθε ομάδα μαθητών. Θα μπορούσε, λ.χ., να αποφασίσει η τάξη να ασχοληθεί με ένα θέμα, να προτείνει ο δάσκαλος κάποια κείμενα σχετικά με το θέμα και οι μαθητές να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τι θα διαβάσουν από τα προτεινόμενα κείμενα. Εάν έχουν τη δυνατότητα επιλογής, οι μαθητές εμπλέκονται στενότερα στην αναγνωστική διαδικασία, τη θεωρούν δική τους υπόθεση και, επιπλέον, ασκούνται στην ίδια τη διαδικασία επιλογής, μια δεξιότητα που έχουν οι έμπειροι αναγνώστες.
Τι σημαίνει η επιλογή του βιβλίου;