Ανάγνωση και ενδυνάμωση

Η ανάγνωση είναι δύναμη. Η κοινωνία μας είναι εγγράμματη και κανείς δεν μπορεί να σταθεί και να προκόψει χωρίς στοιχειώδεις αναγνωστικές δεξιότητες.

Εμείς όμως δε θέλουμε οι μαθητές μας να αποκτήσουν απλώς τις στοιχειώδεις αναγνωστικές δεξιότητες (και τούτο ισχύει ασφαλώς και για τους αλλόγλωσσους μαθητές), αλλά θέλουμε να γίνουν συστηματικοί και κριτικοί αναγνώστες που θα χρησιμοποιούν την ανάγνωση σε όλους τους τομείς της ζωής τους, για να μαθαίνουν, για να αντλούν προσωπική ευχαρίστηση, για να λύνουν πρακτικά προβλήματα.

Η ανάγνωση, όταν γίνεται συστηματική συνήθεια στον άνθρωπο, διευρύνει τον προσωπικό του χώρο, καλλιεργεί την κριτική του ικανότητα, του δίνει αυτοπεποίθηση και τον κάνει δραστήριο πολίτη. Ενώ όλοι οι εκπαιδευτικοί, και γενικότερα οι ενήλικες, θέτουμε τους παραπάνω στόχους στην εκπαίδευση των παιδιών, η οπτική μας για τους τρόπους με τους οποίους θα τους επιτύχουμε «θολώνει» πολλές φορές από άλλες στοχεύσεις και προκαταλήψεις που είναι ευρύτατα διαδεδομένες στην εκπαίδευση.

Για παράδειγμα, πριν καν εξοικειωθούν οι μαθητές με την ανάγνωση, αποκτά προτεραιότητα για τους ενήλικες τι πρέπει να διαβάσουν τα παιδιά, χωρίζουν την ανάγνωση σε υψηλή και χαμηλή, τα βιβλία σε καλά και κακά, επιδιώκουν, με άλλα λόγια, από πολύ νωρίς να περάσουν, μέσα από την ανάγνωση, συγκεκριμένες κοινωνικές και αισθητικές αξίες, διαδικασία που, όσο δημοκρατικά κι αν γίνεται, προσδίδει στη σχολική ανάγνωση καταναγκαστικό χαρακτήρα.

Γενικότερα, δίνεται πολύ μεγαλύτερη σημασία στο τι διαβάζουμε παρά στο πώς διαβάζουμε, με αποτέλεσμα να επικρατεί στο σχολείο ένα πολύ περιορισμένο ρεπερτόριο αναγνωστικών πρακτικών, το οποίο εκτείνεται από την ανάγνωση για άντληση πληροφοριών και την αποστήθιση με σκοπό τις εξετάσεις έως, το πολύ, την ανεύρεση του νοήματος που ήθελε να δώσει ο συγγραφέας.
Πώς αντιμετωπίζεται συνήθως η ανάγνωση;