Θυμάμαι μικρός την εκδρομή στο Μέτσοβο στις αρχές της δεκαετίας του '70. Βρέθηκα μόνος μου στην είσοδο του ξενοδοχείου και χάζευα τις γιαγιάδες με τα παράξενα ρούχα. Σιγά σιγά συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Ένιωσα τόσο σοκαρισμένος, που ντράπηκα να ρωτήσω τους γονείς μου. Το μυαλό μου δε χωρούσε ότι αυτό που άκουγα ήταν μια άλλη γλώσσα, άρα εγώ είχα το πρόβλημα που δεν καταλάβαινα τι λένε. Νόμιζα ότι στην Ελλάδα μιλούσαν μόνο ελληνικά.
Στη Β' Δημοτικού που ταξιδέψαμε στην Τουρκία η παρέα μας, μερικοί βορειοελλαδίτες και όχι παλιοελλαδίτες σαν εμάς (ορολογία που έμαθα όταν ενηλικιώθηκα), ήξεραν τούρκικα. Καλά αυτοί, αλλά και η καλύτερη φίλη της γιαγιάς μου, η κυρα-Λευτερία, που ήταν Αρμένισσα και δασκάλα, αυτή πώς ήξερε τόσο καλά τούρκικα;
Το μυστήριο άρχισε να λύνεται μερικά χρόνια αργότερα. Με τον πατέρα μου,
διευθυντή πωλήσεων σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, επισκεφτήκαμε τον
αντιπρόσωπο της εταιρείας στην Παραμυθιά. Μας έλεγε: «'Οταν πηγαίνω στα
αρβανιτοχώρια παίρνω και τη γυναίκα μου, που ξέρει καλά τα αρβανίτικα,
για να μου μεταφέρει τι λένε». Στα δώδεκα χρόνια μου γνώριζα λίγο από
το μυστήριο: στην Ελλάδα μιλιέται άλλη μια γλώσσα, τα αρβανίτικα. Αυτή
η λέξη κάτι μου θύμιζε όταν πήγαινα μικρός στη Λιβαδειά, στους παππούδες
και στους θείους. Είχαμε κάτι θείες που τις λέγαν «Αρβανίτισσες». Προς
Θεού όμως... όχι τη γυναίκα του θείου μου, αυτή δεν ήταν «Αρβανίτισσα» (αργότερα
έμαθα ότι ήταν μισή Αρβανίτισσα και ήξερε τη γλώσσα). Θυμάμαι στα οικογενειακά
τραπέζια κάτι ανέκδοτα που έλεγε μια άλλη μακρινή θεία στα αρβανίτικα,
τους τα μετέφραζε και γέλαγαν όλοι. Το ότι ήταν άλλη γλώσσα όμως δε μου
είχε περάσει από το μυαλό. |