Σταθμός 3

Το γλωσσικό τοπίο κατά την προσάρτηση της Μακεδονίας (και της Θράκης) στο ελληνικό κράτος ήταν πολύ διαφορετικό απ' ό,τι στις μέρες μας, ενενήντα χρόνια μετά. Η ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση στηρίχτηκε σε μια σειρά επιχειρημάτων. Το κυρίαρχο βουλγαρικό επιχείρημα ήταν η γλώσσα, ενώ το κυρίαρχο ελληνικό η εκκλησιαστική ένταξη στο Πατριαρχείο και η λειτουργία ελληνικών-ελληνόγλωσσων σχολείων. Η δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας, η ανάπτυξη ενός βουλγαρικού-βουλγαρόγλωσσου σχολικού δικτύου και οι αντιπαραθέσεις με την ελληνική-πατριαρχική πλευρά για επικράτηση ανά οικογένεια, οικισμό και περιοχή κυριαρχούν σε όλη την έκταση όπου μιλιούνταν τα μακεδονικά/βουλγαρικά. Η εμφάνιση ενός ακόμη εθνικισμού, του μακεδονικού, αρχικά ―στα τέλη του 19ου αιώνα― ως παρακλάδι του βουλγαρικού και στη συνέχεια ως αυτοτελούς συγκροτημένου εθνικισμού, καθιστά ακόμη πιο σύνθετη τη διαμάχη. Στις αρχές του 20ού αιώνα, πολύ αδρά, η γραμμή Άργος Ορεστικό-Πτολεμαΐδα-Βέροια-Θεσσαλονίκη-Νιγρίτα-Αλιστράτη-Δράμα-Σταυρούπολη (Ξάνθης) όριζε στα νότια την ελληνοφωνία και στα βόρεια τη σλαβοφωνία, διακοπτόμενη από συμπαγείς τουρκόφωνες περιοχές. Οι ανταλλαγές των πληθυσμών με την Τουρκία μεταβάλλουν το γλωσσικό τοπίο, όπως και οι συνεχείς φυγές, περισσότερο ή λιγότερο εθελούσιες, ορθόδοξων σλαβόφωνων από το 1913 μέχρι και μετά τον Εμφύλιο. Ακόμη και σήμερα όμως, αν εξαιρεθεί η επαρχία Κιλκίς και μερικές περιοχές της Δράμας, συναντάμε σλαβόφωνους οικισμούς σε όλη τη γεωγραφική περιοχή όπου αυτοί υπήρχαν έναν αιώνα πριν.

Αυτή η γλωσσική ομάδα δέχτηκε τις μεγαλύτερες πιέσεις για γλωσσική αλλαγή. Σε πολλές περιπτώσεις οι αρχές έφτασαν στη βία και την καταπίεση, ακόμη και μετά τον Εμφύλιο, υπολείμματα της οποίας επέζησαν μέχρι το 1974.