Η διάχυση του περιεχομένου

Στο παραπάνω σκηνικό το προς διδασκαλία περιεχόμενο έχει διαχυθεί. Στοιχεία του θα συναντήσουμε να δομούν μέρος των «έργων», να διατρέχουν το διάλογο εκπαιδευτικών ― μαθητών και να κατευθύνουν μέρος από τις παρεμβάσεις τους. Παραμένει, όμως, ελάχιστα προφανής ο τρόπος και ο βαθμός στον οποίο το κάθε ξεχωριστό περιεχόμενο συνεισφέρει στις ισορροπίες μιας δυναμικής κατάστασης όπου μαθητές και εκπαιδευτικοί μαθαίνουν, κυρίως, πώς να φέρουν σε πέρας συγκεκριμένα «έργα».

Η διάχυση, τέλος, του περιεχομένου έχει και μια παράπλευρη συνέπεια. Όλα τα γνωστικά αντικείμενα φαίνονται σαν να «μιλούν την ίδια γλώσσα» την επίσημη γλώσσα του σχολείου. Επειδή, επιπλέον, οι μαθητές γνωρίζουν ότι πρέπει να λένε πράγματα που ο εκπαιδευτικός θα αναγνωρίσει ως σωστά (πρέπει με κάποιο τρόπο να «διαβάζουν» το «μεγάλο βιβλίο» που έχει στο κεφάλι του), καταλήγουν να χρησιμοποιούν και να μαθαίνουν ένα μόνο χειρισμό της επίσημης σχολικής γλώσσας, ένα χειρισμό που μοιάζει με αφήγηση. Ως αποτέλεσμα, θα ακούσουμε πολλούς μαθητές μας να «αφηγούνται» με τον ίδιο τρόπο την πλοκή ενός λογοτεχνικού κειμένου, τις αιτίες μιας κοινωνικής κρίσης, τη λύση μιας μαθηματικής εξίσωσης. Θα τους ακούσουμε, δηλαδή, να «λένε το μάθημά τους».
Πού οδηγεί η διάχυση;