Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, αλλά και αλλού, λειτουργούν μειονοτικά σχολεία ήδη από το 19ο αιώνα, με διαφορετικό καθεστώς ανά περίπτωση. Η ανάγκη θεσμοθέτησης μειονοτικών σχολείων υπακούει σήμερα σε κοινές ανάγκες και αρχές, φιλοσοφικού, πολιτικού, κοινωνικού, εκπαιδευτικού και κανονιστικού χαρακτήρα:
Ανάγκη προστασίας της μειονοτικής γλώσσας. Η γλώσσα θεωρείται συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας. Ένα από τα θεμελιώδη μέτρα που αφορούν στη διατήρηση της γλώσσας σχετίζεται με την εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα. Η διδασκαλία της μητρικής ή μειονοτικής γλώσσας, και ακόμη περισσότερο η διδασκαλία των μαθημάτων του εκπαιδευτικού προγράμματος στη γλώσσα αυτή, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη διατήρηση και προαγωγή της πολιτιστικής και γλωσσικής ταυτότητας καθώς και της συλλογικής συνείδησης της μειονοτικής ομάδας, που θεμελιώνεται στην εθνογλωσσική ή/και τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα.
Εάν η παροχή παιδείας στη μητρική γλώσσα είναι αυτονόητη στην περίπτωση της επίσημης γλώσσας του κράτους, η διδασκαλία της μειονοτικής γλώσσας ή η παροχή παιδείας στη γλώσσα αυτή βρίσκεται σε συνάρτηση με διαφορετικούς παράγοντες. Σε περίπτωση που αφορά στη γλώσσα μιας μειονοτικής ομάδας, τότε δημιουργείται η ανάγκη να εξισορροπηθούν ανόμοιες καταστάσεις με ειδικά μέτρα. Με δεδομένο ότι κάθε γλώσσα έχει διαφορετικό κοινωνικό status και σημασία για τη χρήση της και τις γλωσσικές κοινότητες σε κάθε επιμέρους περίπτωση, τα μοντέλα που ήδη εφαρμόζονται έχουν διπλή όψη. Από τη μία, η ουσιαστική εκπαιδευτική εφαρμογή με δεδομένα αποτελέσματα που αφορούν στη μετάδοση της μειονοτικής αλλά και της επίσημης γλώσσας μέσα από το σχολείο, και από την άλλη, η δημιουργία του νομικού πλαισίου, το οποίο οφείλει να είναι λειτουργικό και ενταγμένο στην εσωτερική έννομη τάξη.
|