Μία από τις πλέον σημαντικές παιδαγωγικές μεθόδους οι οποίες απελευθερώνουν τη δημιουργικότητα των μαθητών είναι οι κατασκευές. Κατασκευάζοντας ένα αντικείμενο, π.χ. μια πόλη, στο πλαίσιο μιας διδακτικής ενότητας, οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν πραγματικά και να διαμορφώνουν το αντικείμενο. Αναρωτιούνται: «Πώς θα φτιάξω το δρόμο-άσφαλτο; Πόσο ψηλό είναι το νοσοκομείο, πιο μεγάλο από το σπίτι μου;». Μέσα από τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες προσπαθούν να διαμορφώσουν αντίληψη για τα κτίρια, τα πάρκα («Να το φτιάξω μεγάλο για να χωράει όλα τα παιδιά των διαμερισμάτων, να βάλω μπροστά στο νοσοκομείο παγκάκια για να κάθονται οι άρρωστοι, να βάλω λουλούδια για να μην είναι λυπημένοι όσοι πονάνε;»), τις υπηρεσίες («Το ταχυδρομείο να είναι στον κεντρικό δρόμο για να μπορούν όλοι να στέλνουν γράμματα»), τα καταστήματα («Να βάλω φούρνο σε κάθε γειτονιά, γιατί στην πόλη το αγοράζουν το ψωμί»). Μέσα σε μια τέτοια διαδικασία λοιπόν γεννιούνται πραγματικά ερωτήματα για τα παιδιά, τα οποία καλούνται να διατυπώσουν υποθέσεις και να ψάξουν για λύσεις. Είναι φανερό πως πρόκειται για μια διαδικασία ενεργητικής μάθησης και πως αποτελεί την αρχή του «μαθαίνω να μαθαίνω», που είναι και η πιο ουσιαστική κατάκτηση για κάθε μαθητή.
Μπορούν επίσης να αντιληφθούν τα παιδιά, με όσο το δυνατόν πιο άμεσο τρόπο, τη δομή της πόλης, τη χρήση των αντικειμένων («Θα βάλω πολλά παράθυρα για να μπαίνει φως στο σπίτι, θα φτιάξω δύο μπαλκόνια για να βάζουν λουλούδια, αφού στην πόλη δεν έχουν κήπο»). Μαθαίνουν επίσης για τη χρήση των κτιρίων και των χώρων αναψυχής («Το ταχυδρομείο είναι το μέρος που στέλνω και παίρνω γράμματα και δέματα, το λούνα παρκ είναι το μέρος που έχει κούνιες και παίζουν τα παιδιά»). Αγγίζουν τα υλικά και μαθαίνουν τη χρησιμότητά τους («πέτρα-σκληρό, δε θα το χρησιμοποιήσω για παγκάκι», «ξύλο-δέντρο», «χαρτί-σπίτι-μαλακό, κόβεται»).
|