Αποτυγχάνουν οι απόπειρές μου να βάλω χαλί και να βγάζουμε τα παπούτσια μας για να έχουμε ελευθερία κινήσεων. Οι τάξεις είναι πολύ μικρές και οι σόμπες καίνε στη μέση. Παίζουμε όπου και όπως μας βολεύει, ακόμη και στα διαλείμματα. Θυμάμαι ένα πρωί να χορεύουμε το χορό της αρκούδας όλοι μαζί. Κάποιοι γονείς έξω σκάβουν για να φέρουν νερό, μας κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα, ιδιαίτερα εμένα. Μια άλλη φορά ένας ηλικιωμένος μπαίνει μέσα ―κανείς δεν τον έχει ακούσει― την ώρα που παίζουμε με κρουστά και πνευστά μουσικά όργανα. Κριτικάρει συγκλονισμένος: «Αυτό δεν είναι σχολειό, απαράδεκτη κατάσταση, εμάς μας έδερναν όταν φωνάζαμε, αυτή τα αφήνει και χοροπηδάνε.». Ευτυχώς οι γονείς στο πέρασμα του χρόνου αποδέχονται με ικανοποίηση αυτό τον τρόπο δουλειάς. Μου λένε χαρούμενοι πως τα παιδιά συνεχώς μιλούν για το σχολείο, πρώτα ξυπνούν και τρέχουν να ντυθούν ― «Τι τα κάνεις, εμάς μας χτυπούσαν και το μισούσαμε το σχολειό».
Αν και δύσκολα συνεργάζονται, τα παιδιά αρχίζουν να διορθώνουν το γραπτό του διπλανού τους. Κάνω ομάδες για τις πιο πρακτικές δουλειές του σχολείου, παλεύω την κυρίαρχη αντίληψη που θέλει μόνο τα κορίτσια να καθαρίζουν τις τάξεις, κάνουμε όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, δουλειές, φτιάχνουμε συλλογικά παραμύθια στον πίνακα. Συνεχίζουν και μαλώνουν, αποσυντονιζόμαστε. Όσο περνάει ο καιρός, όλο και πιο λίγο. Με πολύ αργό ρυθμό ωστόσο.
Παράλληλα δουλεύω με ζωγραφιές ―σχεδόν καθημερινά― των παιδιών, πλαστελίνες, πολύ αργότερα τέμπερες. Μου φέρνουν λουλούδια, όμορφες πέτρες και φρούτα για δώρα. Τους φέρνω περίεργα μακαρόνια που δεν έχουν ξαναδεί και δεν πιστεύουν ότι τρώγονται. Όλα τα χρησιμοποιούμε σε κατασκευές.
|