Πώς προσλαμβάνονται οι διαφορές των μαθητών;

Ένα πρώτο, αλλά θεμελιώδες, βήμα είναι να ξανασκεφτούν οι εκπαιδευτικοί τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν τις διαφορές των μαθητών τους, ερμηνεύουν τις δυσκολίες τους και αξιολογούν τις ικανότητές τους.

Παλιότερα οι εκπαιδευτικοί (και όχι μόνο) πίστευαν βαθιά ότι η καλή ή η κακή επίδοση του παιδιού στο σχολείο καθορίζεται από το πόσο έξυπνο είναι. Κάποια παιδιά είναι «πλασμένα για γράμματα» και κάποια άλλα «δεν τα παίρνουν». Αφού λοιπόν η φύση ευθύνεται για τις ικανότητες των ανθρώπων, το σχολείο δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα.  

Σήμερα η εξήγηση αυτή εμφανίζεται λιγότερο ισχυρή. Η πρόοδος της γενετικής έχει διαψεύσει κατηγορηματικά το μύθο για το βιολογικό καθορισμό της ευφυΐας. Δεν είναι δυνατόν να απομονωθεί και να υπολογιστεί η επίδραση των γονιδίων στην ανάπτυξη της νοημοσύνης, ανεξάρτητα από την επίδραση του περιβάλλοντος. Όπως αναφέρθηκε ήδη, γενετική κληρονομιά και περιβάλλον (δηλαδή κοινωνικές συνθήκες) βρίσκονται σε μια δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης, από την οποία προκύπτει η μοναδικότητα κάθε ατόμου. Παράλληλα, εδώ και δεκαετίες συνεχίζεται διεθνώς μια μεγάλη συζήτηση για τις κοινωνικές συνέπειες αυτού του μύθου. Το ιδεολόγημα της φυσικής ευφυΐας χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει τις κοινωνικές ιεραρχίες (όπως στο σχολείο, όπου οι «έξυπνοι» μαθητές είναι τα παιδιά των προνομιούχων στρωμάτων και το αντίστροφο) και να στηρίξει θέσεις ρατσιστικές (όπως στην περίπτωση της «φυσικής» νοητικής κατωτερότητας των Μαύρων).  

Η επιστημονική πρόοδος σε συνδυασμό με τις κοινωνικές εξελίξεις και τις κατακτήσεις των κοινωνικών κινημάτων κάνουν σήμερα πολύ λιγότερο θεμιτή την ερμηνεία της κακής σχολικής επίδοσης ως αποτέλεσμα μειωμένης εξυπνάδας. Δύσκολα πια οι εκπαιδευτικοί λένε απερίφραστα για κάποιο παιδί «δεν του κόβει και πολύ»· αντίθετα, είναι πρόθυμοι να διαβεβαιώσουν ότι «δεν υπάρχουν σήμερα χαζά παιδιά». Έχουμε λοιπόν απαλλαγεί από τη βεβαιότητα ότι η φύση καθορίζει τις ικανότητες των παιδιών και άρα τις πιθανότητές τους να πάνε καλά στο σχολείο; Φαίνεται πως η απάντηση δεν μπορεί ακόμη να είναι θετική. Μπορεί οι εκπαιδευτικοί να αναγνωρίζουν στα λόγια ή και να πιστεύουν ότι όλα τα παιδιά είναι έξυπνα, οι πρακτικές τους όμως χαρακτηρίζονται συχνά από αντιφάσεις ή εξακολουθούν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, να διέπονται από τη λογική των εγγενών νοητικών ικανοτήτων.
Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό;