Τώρα στο Γυμνάσιο η φιλόλογος είναι πολύ γλυκιά και συμπαθητική, αλλά η Εμινέ αισθάνεται ότι στο μάθημα των ελληνικών «έχει χάσει το τρένο». Δε μιλάει με κανέναν ελληνικά έξω από το σχολείο και στο σχολείο μιλά μόνο με τους καθηγητές της, καθώς ο κυρίαρχος κώδικας επικοινωνίας στην καθημερινή της ζωή είναι τα τουρκικά. Στο σπίτι βλέπει συνήθως τουρκική τηλεόραση και, μόνο όταν η μητέρα της κοιμάται, καμία ταινία μεταγλωττισμένη, που την καταλαβαίνει πολύ δύσκολα. Τα κείμενα στα βιβλία των ελληνικών τής φαίνονται δύσκολα και ξένα. Μιλούν για πράγματα που δεν την αφορούν, η γλώσσα είναι δύσκολη και οι γραπτές εργασίες ακόμη δυσκολότερες. Δεν την κινητοποιούν, δεν έχει κανέναν να τη βοηθήσει και, κυρίως, δεν ξέρει πώς και για ποιο λόγο να τις γράψει. Με τα γερμανικά τους (τα δικά της και του αδελφού της) είναι διαφορετικά. Στα γερμανικά δεν αισθάνεται ξένη, η ούτως ή άλλως ξένη καθηγήτρια των γερμανικών την πρόσεξε εξαρχής, δεν της ζήτησε κανείς να γνωρίζει τίποτε για τη γλώσσα, ούτε να τη βοηθά κανείς στο σπίτι ή όπου αλλού (φροντιστήρια...). Όταν η καθηγήτρια έμαθε πως έχει οικογένεια στη Γερμανία, της έφερε υλικό για την πόλη όπου ζουν οι δικοί της, της διορθώνει τα γράμματα που γράφει και της έδωσε ένα βιβλίο με γράμματα διάφορων τύπων, δηλαδή της έδωσε παραδειγματικά κείμενα να τη βοηθούν στην αλληλογραφία της.
|