Αντιδράσεις εκπαιδευτικών


Αντιδράσεις σημειώνονταν και από τους «άλλους» εκπαιδευτικούς, όσους δε συμμερίζονταν τις δικές μας ιδέες και πρακτικές. Πολύ συχνά έθεταν το θέμα της προόδου των μαθητών. Υποστήριζαν ότι η παρέμβασή μας παρέβλεπε αυτή την παράμετρο, ότι δηλαδή οι μαθητές δε μαθαίνουν. Αντιλαμβανόμασταν ότι πίσω από αυτό κρυβόταν ο φόβος πως αμφισβητούνται στην πράξη οι δικές τους παγιωμένες αντιλήψεις για τις δυνατότητες των μειονοτικών μαθητών. Φοβούνταν ότι το νέο πλαίσιο που προοδευτικά διαμορφωνόταν θα τους επηρέαζε και θα τους «ξεβόλευε». Καλούνταν να πάρουν θέση μέσα σε αυτό. Και αυτό προϋπέθετε διάθεση εμπλοκής από την πλευρά τους, παραχωρήσεις, αλλαγές. Υπήρχε όμως η διάθεση να τις κάνουν;  

Από την πλευρά μας έπρεπε να υπερασπιστούμε τις «επιτυχίες», αλλά και να δικαιολογήσουμε τις «αποτυχίες» μας. Αυτό πολλαπλασίαζε την ανασφάλειά μας σε σχέση με το κατά πόσο μπορούσαμε να φέρουμε σε πέρας το εγχείρημα που αναλάβαμε. Αρχίσαμε να αμφιβάλλουμε για το αν βρισκόμασταν στο «σωστό» δρόμο. Αναρωτιόμασταν αν διαθέταμε τα εφόδια και τις ικανότητες να διαχειριστούμε το νέο πλαίσιο που διαμορφωνόταν. Νέα ερωτήματα αναδύθηκαν: Μέχρι πού ήμασταν διατεθειμένοι να φτάσουμε; Μήπως ταυτιζόμασταν πλήρως με τους μειονοτικούς; Τι μπορεί να ήταν αυτό που μας έκανε να τους βλέπουμε τόσο διαφορετικά σε σχέση με άλλους; Πώς θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε την «πόλωση» ανάμεσα σε μας και σε όσους συναδέλφους δε συμβάδιζαν μαζί μας; Πόσο αποτελεσματικοί μπορούσαμε να είμαστε στη δουλειά μας, όταν καλούμασταν να αντιμετωπίζουμε συνεχείς συγκρούσεις τις οποίες σε μεγάλο βαθμό «προκαλέσαμε»; Πώς θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε την απαραίτητη συναισθηματική απόσταση που θα μας επέτρεπε να εκτιμήσουμε «επιτυχίες» και «αποτυχίες», όρια και προοπτικές;
Η αναζήτηση της στήριξης