Αντιδράσεις πλειονοτικών και μειονοτικών


Όταν προβάλλαμε στοιχεία από την ταυτότητα των μειονοτικών μαθητών, οι περισσότεροι πλειονοτικοί, μαθητές και γονείς, αισθάνονταν ότι η δική τους πολιτισμική ταυτότητα απειλούνταν, καθώς παραμεριζόταν και έχανε την ισχυρή θέση που μέχρι τότε κατείχε στο σχολείο. Αμφισβητούσαν την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεών μας, ήταν απρόθυμοι να συνεργαστούν, συσπειρώνονταν, πολύ συχνά μας αντιμετώπιζαν με φανερή επιθετικότητα. Υπήρχαν ωστόσο και περιπτώσεις πλειονοτικών οι οποίοι πρόθυμα συμμετείχαν στις παρεμβάσεις μας, αντιλαμβανόμενοι ότι έχουν όφελος τόσο σε γνωστικό όσο και σε επικοινωνιακό και συναισθηματικό επίπεδο.  

Ανάλογες ήταν και οι αντιδράσεις των μειονοτικών. Η ανάδειξη της ταυτότητάς τους δημιουργούσε αντιστάσεις και σε αυτούς. Αντιληφθήκαμε ότι ο τρόπος με τον οποίο τους αντιμετωπίζαμε τους ξάφνιασε και τους προβλημάτισε, καθώς δεν ήταν συνηθισμένοι σε ανάλογες παρεμβάσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις διαπιστώσαμε ότι κάποιοι από αυτούς ντρέπονταν για πολλά στοιχεία της ταυτότητάς τους. Άλλοι από αυτούς φάνηκαν πρόθυμοι να συμμετάσχουν, άλλοι όμως παρέμεναν καχύποπτοι: άλλοτε συμμετείχαν, άλλοτε υπαναχωρούσαν απέναντι στις δραστηριότητες στις οποίες τους εμπλέκαμε και άλλοτε αυτοπεριορίζονταν και σιωπούσαν. Πολλές φορές ο ίδιος μαθητής, που συμμετείχε πρόθυμα, από ένα σημείο και μετά μας αντιμετώπιζε με άρνηση και επιθετικότητα. Ποια ήταν τα κίνητρά μας για ό,τι κάναμε; Πόσο ειλικρινείς ήμασταν στις προθέσεις μας; Γιατί υιοθετούσαμε μια στάση εμφανώς διαφορετική από πολλών άλλων; Μήπως πίσω από τη στάση που κρατούσαμε υπήρχε «οίκτος» προς το πρόσωπό τους; Μήπως κάναμε ό,τι κάναμε από διάθεση «φιλανθρωπίας»; Μήπως ασχολούμενοι με την ανάδειξη της ετερότητας απλώς ικανοποιούσαμε την περιέργειά μας; Ποιοι ήταν οι απώτεροι στόχοι μας; Τι μπορούσαμε να κρύβουμε; Αυτά ήταν αρκετά από τα ερωτήματα που, έμμεσα κυρίως, έθεσαν προς εμάς.
Νέες διαπιστώσεις