Δύο σκηνές: Σκηνή 1η |
Εκεί που νόμισα λοιπόν ότι έχει τελειώσει η ιστορία και θα καμαρώσω τη μαθήτριά μου στο Λύκειο και σίγουρα μετά και στο Πανεπιστήμιο, έρχεται ξανά η απειλή. Η απαγόρευση. Ο αποκλεισμός. Τόσο άδικος. Ενός παιδιού ευαίσθητου, ενός παιδιού με όρεξη και ορμή, του οποίου το «μειονέκτημα» ήταν βασικά το φύλο. Νιώθω οργή. Από τη μια θέλω να βάλω τα κλάματα, από την άλλη να πάω να «αρπάξω» το παιδί και να το στείλω στο σχολείο. Να τους τα πω έξω απ' τα δόντια. Στη μάνα που «ζηλεύει» την κόρη και δεν την αφήνει να προοδεύσει. Στον πατέρα που κρύβεται πίσω από το αίτημα της μάνας. Στην υπόλοιπη οικογένεια που δεν τη στηρίζει. Νιώθω οργή και ματαίωση. Για τη μαθήτρια και τα σχέδιά της αλλά και για μένα. Για τη δουλειά που έκανα όλο το χρόνο, για την «επένδυση» πάνω στο παιδί. Νομίζω πως δε θα ξαναεπενδύσω, συναισθηματικά τουλάχιστον, αφού οι άνθρωποι είναι τόσο μακριά από αυτά που πιστεύω και ονειρεύομαι.
Νιώθω και απορία. Είναι δυνατό να μη βλέπουν την αδικία; Είναι τόσο διαφορετικοί; Τόσο πίσω; Τόσο άδικοι; Πώς θα μπορέσω να ξανασυνεργαστώ μαζί τους;
Εντέλει νιώθω και τύψεις. Προς τι να «ξεσηκώνω» τα παιδιά, να τους ανοίγω την όρεξη για μάθηση, να τους περιγράφω έναν άλλο κόσμο, τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά τους μέσα από τις σπουδές και τα γράμματα, αφού δε θα ζήσουν ποτέ σε αυτό τον κόσμο; Πόσο δικαίωμα έχω να επεμβαίνω στη ζωή τους, στα όνειρά τους; Νιώθω σαν να έχω «παίξει» με τη ζωή και την ισορροπία των μαθητριών μου, «συνεπής με την προοδευτική ιδεολογία μου», αλλά ασυνεπής απέναντι στο παιδί, αφού δεν μπορώ να το στηρίξω στο να διεκδικήσει καλύτερους όρους για τη ζωή του. Με τέτοιες μελαγχολικές σκέψεις τέλειωσε αυτό το βραδάκι. Κι ακόμα απορώ πώς πρέπει να αντιδράσω. |
Σκηνή 2η |