Δύο σκηνές: Σκηνή 1η

Είμαι στο εξοχικό μου, στη θάλασσα, με παρέα. Μόλις γυρίσαμε από το απογευματινό μπάνιο. Χαλαρά. Το καλοκαιράκι τελειώνει. Συζητώ με τους φίλους μου για τη Θράκη, για τα παιδιά που έχω αρχίσει να αποθυμώ, για τη νέα σχολική χρονιά και τα σχέδιά μου. Θα ξαναπάρω τη Γ΄ Γυμνασίου. Είναι μεγάλα παιδιά και μπορείς να συνεννοηθείς εύκολα. Έχουν πια ξεπεράσει τις αρχικές δυσκολίες της πολυγλωσσίας τους και κάνουν όνειρα για το μέλλον. Μου αρέσει πολύ που γίνομαι κοινωνός αυτών των ονείρων. Ελπίζω και αρωγός στην επιτυχία τους.

Ξαφνικά έχω μήνυμα στο κινητό. Το ανοίγω χαρούμενη. Μια από τις καλύτερές μου μαθήτριες. Πόσο με συγκινεί που με θυμούνται και το καλοκαίρι. Το μήνυμα λέει: «Κυρία, η μαμά μου δε μ' αφήνει τελικά να πάω στο Λύκειο. Έκλαψα, παρακάλεσα, τίποτα. Ο μπαμπάς μου άλλαξε γνώμη και τώρα συμφωνεί με τη μαμά που ζητάει βοήθεια στο σπίτι και το χωράφι. Κυρία, τι να την κάνω τη ζωή έτσι; Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μακριά απ' το σχολείο».

Παγώνω. Το ήξερα το πρόβλημα της μαθήτριας, αλλά θεώρησα ότι το είχαμε λύσει. Είχα φροντίσει στη διάρκεια της περσινής σχολικής χρονιάς να συναντήσω τη μητέρα της. Ήταν μια δύσκολη συνάντηση, είναι αλήθεια. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλες μου τις «επικοινωνιακές δεξιότητες» για να τη μετακινήσω από την αρχική της παντελή άρνηση. Γιατί σίγουρα δεν είναι εύκολο να βρεις επιχειρήματα απέναντι σε ένα γονιό που σου λέει: «Τι να τα κάνει τα γράμματα; Κορίτσι είναι.». Μεγάλωσα με το αυτονόητο ότι τα γράμματα είναι καλά για έναν άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου. Πώς να συνομιλήσω τώρα με έναν κόσμο που μου φαίνεται τόσο μακρινός; Κι όμως νόμιζα πως τα είχα καταφέρει. Προσπάθησα να της εκθέσω όλες τις πιθανές δυσκολίες που μπορεί να αντιμετώπιζε το παιδί αργότερα. Να της μιλήσω για το πόσο σημαντικός είναι ο κόσμος του σχολείου για το παιδί της. Για το πόσο περήφανη μπορεί να ένιωθε αργότερα με μια μορφωμένη κόρη. Για το πόσο γρήγορα αλλάζουν τα πράγματα και πόσο απαραίτητο είναι τώρα πια ένα «χαρτί». Ήταν σαν να μη με άκουγε όμως. Σε κάποια στιγμή ψέλλισε κάτι σαν «θα τη χάσω». Ξεπρόβαλε ξαφνικά μπροστά μου μια απειλή που ένιωθε η μητέρα και που δεν είχα καν υποπτευθεί. Σαν από ένστικτο, γρήγορα, χωρίς να το σκεφτώ, της εξήγησα ότι υπάρχουν και πανεπιστήμια κοντά στο χωριό. Θα μπορούσε να πηγαινοέρχεται ακόμα και καθημερινά. Ήταν εκεί που νόμισα ότι πείστηκε. Χαλάρωσε το πρόσωπό της και μου είπε: «Θα το σκεφτώ.».
  Σκηνή 1η συνέχεια