Οι ίδιες πολλαπλές υπαγωγές ενισχύουν και την πιθανότητα να μπορέσεις να συναντήσεις τον «άλλο», αφού δεν μπορεί, κάποια από όλες αυτές τις υπαγωγές θα είναι κοινή και θα βοηθάει τη συνάντηση.
Εκτός βέβαια αν ο καθένας μας ορίζει μονοσήμαντα την ταυτότητά του, αν νιώθει, π.χ., μόνο Έλληνας ή μόνο χριστιανός ή μόνο Ολυμπιακός, τότε πολύ εύκολα θα βρει απέναντί του τον αντίπαλο, τον εχθρό. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ταυτότητες γίνονται εύκολα «φονικές», όπως εύστοχα περιγράφει ο Αμίν Μααλούφ στο βιβλίο του Φονικές ταυτότητες. Αν όμως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον «άλλο» ως ένα κράμα ταυτοτήτων και υπαγωγών, τότε αρχίζει να νιώθει πόσο το «εμείς» περιλαμβάνει και το οι «άλλοι». Η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί αυτόματα και μια γέφυρα επικοινωνίας, μια γέφυρα που δεν αποσιωπά τις διαφορές, αλλά προσπαθεί να βρει τα κλειδιά ερμηνείας τους εντάσσοντάς τες στο πλαίσιο.
Η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον εκπαιδευτικό
αφενός γιατί του επιτρέπει την ουσιαστική παρέμβαση όταν διδάσκει σε περιβάλλοντα φαινομενικά πολύ διαφορετικά, και
αφετέρου γιατί τον προφυλλάσσει από απογοητεύσεις και παρανοήσεις της συμπεριφοράς των παιδιών, των γονιών και του ευρύτερου περιβάλλοντος.
Οι παρανοήσεις αυτές, συχνό φαινόμενο σε περιβάλλοντα πολυσυλλεκτικά, θα μπορούσαν να «πείσουν» τον εκπαιδευτικό
είτε ότι η διαφορετικότητα του απέναντι είναι επιθετική και απευθύνεται προς τον ίδιο, άρα να του προκαλέσουν συναισθήματα και συμπεριφορές αμυντικές,
είτε ότι ο απέναντί του δεν είναι επιθετικός, αλλά βρίσκεται πολύ πίσω, άρα υπάρχει και πάλι αδυναμία επικοινωνίας, γιατί ο άλλος πρέπει να καλύψει μια πολύ μεγάλη διαδρομή για να καταφέρουν να συνομιλήσουν.
Και στις δύο περιπτώσεις οι αντιδράσεις του εκπαιδευτικού θα δυσχεράνουν σίγουρα την εκπαιδευτική του παρέμβαση.
|