Ανησυχίες και προβληματισμοί σχετικά με τη διαφοροποιημένη παιδαγωγική


Με βάση τη λογική της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής κάθε μαθητής ξεκινά από μια διαφορετική αφετηρία και επομένως δεν μπορεί παρά να διανύσει μια συγκεκριμένη απόσταση ανάμεσα σε αυτά που ξέρει και αυτά που θα μάθει. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν είναι θεμιτό να μην επιδιώκει ο εκπαιδευτικός να κατακτήσουν όλα τα παιδιά τους ίδιους στόχους. Μήπως η διαφοροποιημένη παιδαγωγική κινδυνεύει να αποτελέσει μια παγίδα, να καταστρατηγήσει, με άλλα λόγια, την ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση, εφόσον επιτρέπει στους καλούς μαθητές να προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς και στους αδύναμους με αργούς ρυθμούς, μεγαλώνοντας έτσι τη μεταξύ τους απόσταση; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί αρχικά να δοθεί παρά μέσω της χρήσης παραδειγμάτων από την ίδια την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Ακόμα και αν θεωρούσε κάποιος ιδανικό το να φτάσουν όλοι οι μαθητές στο ίδιο ακριβώς επίπεδο, είναι σαφές ότι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός αδιαφοροποίητου μαθήματος, το οποίο φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα ευνοώντας αυτούς που μπορούν να το παρακολουθήσουν. Πώς θα ήταν δυνατόν να ζητήσουμε να παραγάγουν το ίδιο κείμενο ένας μαθητής της Β' Δημοτικού που με δυσκολία διαβάζει και γράφει και ένας άλλος που διαβάζει με άνεση και μπορεί να παράγει κείμενα; Το γεγονός ότι φοιτούν στην ίδια τάξη και πρέπει να κατακτήσουν τις ίδιες δεξιότητες δε λύνει το πραγματικό πρόβλημα. Προκειμένου να γράψει, ο δεύτερος μαθητής μπορεί να μη χρειάζεται τίποτα παραπάνω από ένα θέμα το οποίο θα κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του. Ο πρώτος μαθητής όμως θα χρειαστεί μιας άλλης μορφής «βοήθεια», όπως, για παράδειγμα, το να του δώσουμε ένα ημι-δομημένο κείμενο και κάποιες λέξεις ή φράσεις στις οποίες μπορεί να βασιστεί για να το συμπληρώσει και να το επεκτείνει.
  Κάποια ερωτήματα