Μια νέα ματιά στις δύο σκηνές


Γυρνώντας ξανά στις δύο σκηνές και ξαναδιαβάζοντάς τες μέσα από το πρίσμα της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής, μπορούμε να ερμηνεύσουμε τόσο την αγωνία των εκπαιδευτικών όσο και την αναποτελεσματικότητα κάποιων στρατηγικών τους και ταυτόχρονα να απαντήσουμε στα ερωτήματά τους.

Εκείνο που εγκλωβίζει και τους δύο εκπαιδευτικούς είναι η αντίληψη ότι για να λειτουργήσει ομαλά μια τάξη πρέπει όλα τα παιδιά να μπορούν να δουλέψουν ταυτόχρονα με ίδιους ρυθμούς, κοινούς στόχους, κοινό περιεχόμενο και χρησιμοποιώντας κοινές στρατηγικές.
Η αντίληψη αυτή κάνει τον εκπαιδευτικό της 1ης σκηνής να προσαρμόζει το μάθημά του στους ελάχιστους μέτριους μαθητές, με αποτέλεσμα να οδηγεί αυτούς που θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα στο να μη βρίσκουν πια κανένα ενδιαφέρον στο σχολείο και να αποκλείει κάποιους άλλους από τη σχολική διαδικασία. Με παρόμοιο τρόπο ο εκπαιδευτικός της 2ης σκηνής, παρά το γεγονός ότι η τάξη του αποτελείται από παιδιά διαφορετικών ηλικιών, αντιμετωπίζει σαν ομοιογενή κάθε ηλικιακή ομάδα, παρόλο που και ο ίδιος διαπιστώνει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η επιθυμία του για μια δομημένη ύλη που θα του επιτρέπει να ξέρει πού αρχίζει και πού τελειώνει κάθε μάθημα τον τοποθετεί μακριά από την αντίληψη της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής, η οποία είναι συνυφασμένη με την ιδέα της ευελιξίας.

Ευέλικτοι ρυθμοί, ευέλικτα προγράμματα και στόχοι, ευέλικτη ύλη είναι αυτά που θα τον βοηθήσουν να προσαρμόσει το μάθημα στις πραγματικές ανάγκες των μαθητών της τάξης του. Αντίθετα, η δομημένη αυστηρά ύλη που στοχεύει στην επίτευξη των ίδιων στόχων από όλους τους μαθητές και μάλιστα στο ίδιο χρονικό διάστημα οδηγεί στον αποκλεισμό κάποιων μαθητών από την εκπαιδευτική διαδικασία.
  Τα ερωτήματα μας οδηγούν στις απαντήσεις