Η δεύτερη σκηνή αφορά στη Λουίζα, που είχε αρχίσει να πηγαίνει στο νηπιαγωγείο πριν από ένα χρόνο. Βρέθηκε λοιπόν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον απολύτως γαλλόφωνο, σε αντίθεση με το οικογενειακό στο οποίο μιλιόνταν τρεις γλώσσες. Η αντίθεση ήταν ακόμη μεγαλύτερη διότι το σχολείο, ακόμη και στη βαθμίδα του νηπιαγωγείου, είναι ένας χώρος πολύ πιο «κανονιστικός», τουλάχιστον όσον αφορά στη χρήση της γλώσσας. Η Λουίζα θέλει να ανταποκριθεί σε αυτή την απαίτηση και για να το κάνει επικεντρώνεται στα γαλλικά και μας ζητάει να μην την παραφορτώνουμε με τις άλλες γλώσσες που την μπερδεύουν (εντούτοις οι δεσμοί που έχει με τα ελληνικά, που τα μιλά ήδη, της επιτρέπουν να μην τα αποκλείει εντελώς).
|